Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Ανήμερα την επομένη

Των λόγων τους τόπους άφησα/και τις πύλες του νου/
σκοτεινόοος ανάμεσα στα ψηλά χόρτα/περιεπάτησα πολύ/
γεμάτος πνέμα απ' άχυρο/στις πατημασίες του ύπνου/
κρύβοντας το αίμα στο χιόνι/και στα χέρια στις γραμμές των
σκοπών χαμένων της νιότης. Της παρουσίας. 

\εργάζομαι ώρες και ώρες,μικρές και μεγάλες/

κάποιος θα είχε πει "δασκαλεμμένος κυρίως απ' όνειρο γι' αυτό
τόσο ανίκανος". Δεν έμαθα τίποτα απ' έξω;μπα-
Αχα, μπλεγμένος, Ναι, πολύ.

/κουράζομαι μέρες και νύχτες να ξεχειλώνω αυτά που φτιάχνω κι εσύ
ο έρωτας μου αυτό που
με νίκησε!/ξήλωνε δέρμα μου αδούλευτο
ξήλωνε τρίχωμα μου αχρείαστο.
σιγανά σιγανά στο ικρίωμα των ήχων.

Αγάπη μου 
σ'αυτό που παραδόθηκα νωρίς, ώστε να γίνου ο αόριστος ενεστώς. 
-στις λίμνες της πόλης,βλέπε αντικατοπτρισμοί
-στις λεωφόρους γκρι των ματιών σου, άκουε τιτιβίσματα των εκλειπόντων
Κι όμως γύρω μου όλοι να φλέγονται.κάθετος.
παγόβουνο.     
                  έγραψα-έφταιξα           είχε μιαν κάθετο τομή στο μέτωπο μόνο όταν γελούσε ή/και
τραγουδούσε. αρχοντορεμπέτικα στον κάμπο, νύχτα.
γελούσε συχνά όμως. και φευ τραγουδούσε συχνότερα ώστε η τομή αδύνατον εκτός εποπτείας.
θα μπορούσε να είναι, θα μπορούσα να ήταν δηλαδή, μα έμεινε μονάχα μια τομή
ένα βράδυ πιώμα και μια αργία πρωί.
Τι κρίμα μια τομή!κι εμείς τόσο βυθισμένοι στο εμείς. 
Ποια αφήγηση, ποια εμφύλιος ρήξη;Ακροβατώ στην 
                                         ασυνέχεια 

{μολοταύτα όλα αυτά μου θύμισαν πως το κείμενο δεν είναι παρά μια τομή επιφάνειας
κατ' αρχήν αόρατη, και πως πάντα ο πόνος, οδοκαθαριστής εν κρυπτώ, προηγείται.}

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Άτιτλο

Αργάζοντας πάνω στις όψεις των φύλλων
έτσι όπως πέφτουν ανάμεσα στις πλάκες των δρόμων
που δεν ασφαλστρώθηκαν, με τις λιγοστές γυναίκες
αβέβαιες και τους άντρες θνητούς.

Στο ξύλο στο παγωμένο μέταλλο καθισμένος
τόσο κοντά στην πνοή της, τόσο μακριά από κάθε
άλλη συναλλαγή για να μπορώ ν' ανασύρω
οποτεδήποτε τα πεπραγμένα όλων τους

με βρήκε. Έφερε ένα κομμάτι χαρτί
μια φορά γραμμένο κι όχι δυο.Σταθήκαμε
στα χαλίκια και διάβασα την:
η μνήμη μου η ζωή μου
οι ώρες που δεν υπάρχετε
ο χρόνος μου να ζω
ο χώρος που ερήμην σας μου αφήνετε
ο τόπος μου να ζω
οι ανάσες που δεν αναπνέυσατε
ο τρόπος μου να ζω

Τι να της πω; Κατάλαβα πως λίγο αν την πλησίαζα
θα πέθαινε ακαριαία. 

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Το υφαντό της απέναντι όχθης

Ποιος είδε μάτια άσπιλα και δέρμα αργασμένο
που στ' άγγιγμά του να ριγά στην ανάσα του να καίει
και πάνω στο θερμαγκάλιασμα να πέφτει να σπαράζει;

Κι αν είδες άντρα να μιλά για το δικό του πάθος
δίχως ντροπή να ξαγρυπνά και να θρηνεί τη μέρα
είν' τούτο π' αγαπά εκείνο που δεν θα χει

Τα μάτια του ενός είναι μισόκλειστα/ορθάνοιχτα του άλλου
κι ο πρώτος άσπρισε ήδη στο άλλο χνούδιασμα.
Τα χείλη, τα δάκτυλα όλα στην πρώτη νιότη
την τόσο ξέγνοιαστη την τόσο αδιάφορη, την αιχμηρή
σαν βέλος που δεν αφήνει να ξεχνάς
πως τούτο το υφαντό είναι στην πέρα όχθη.

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Πολιτικώς ορθόν/άρρυθμον

Μερικές φορές νιώθω την ανάγκη να διευκρινίσω πως δεν ζω εκτός
τόπου και χρόνου. Πως δεν ανασαίνω πεπλανημένα σχήματα ούτε πως βαίνω
ανάμεσα των δένδρων και των λόφων/ή αν το κάνω είναι εν συνειδήση μου,
Σκέψη βάσης: όλοι γράφουμε στο στοιχείο μας
Έτσι αν με συνέπεια ρίχνουμε τις μάσκες ή τις τραβάμε όσο πιο πολύ γίνεται
εμφανίζοντας μια μη-μάσκα, δεν παύουμε να γράφουμε στοιχειωδώς.
Το ίδιο μου ακούγεται.


Εκεί τοποθετούμαι ως προς τι είναι το πιο εποικοδομητικό. Ποια λειτουργία;
Ποια δράση; Σε σχέση με τι; Σίγουρα μην μπορώντας να απαντήσω βυθίζομαι
σα νάρκισσος σε εκείνη την ονειρική ματαιοδοξία του γράφειν
όπου τείνεις ενίοτε να πιστέψεις, καθησυχάζοντας το όντως ζειν,
πως τα πάντα εν τέλει δεν είναι παρά ένα κείμενο. Προσωπείο.
Αν κάποτα μίλησα αλλιώς ήταν κι αυτό μια μάσκα. Λάθος; Ίσως.
Δεν έχω τίποτα που να δικαιολογεί μια αυταρέσκεια ή μια 
πεποίθηση πως αυτά που λέω είναι σωστά, και αυτό μου αρκεί προς πορεία.
Πέπλο,πάλι.
σα νάρκισσος λοιπόν. Αν θες, σ' αυτά τα ξερατά του πολιτισμού της εικόνας
που ζούμε, μονάχα ετούτο το φυτό ανθίζει.


Η μεγιστοποίηση του επί μέρους ως δυνάμει όλον.Υποπερίπτωση:
η προσωπική σχέση επιτρέπει αυτή τη δυνατότητα, να βιώσεις τη μονάδα ως όλον
δίχως να είσαι βυθισμένος στις αυταπάτες της μερικότητας/ ή σχεδόν.
Κάπως σαν Τι ξεχάσαμε;
Να ζούμε ερωτικά, με δέος. Κι αυτό δεν ξαναβρίσκεται compadres
όντας κυνικοί, γινόμενοι σκληροί. Ουπς δήλωσις! Υποφώσκουν εν μέσω σκοτεινής
οδού οι αρτηριοσκληρύνσεις της πεποίθησης.


Μπλεγμένα πράγματα-ευχαριστώ διαδίκτυο! που μου επιτρέπεις να είμαι ασαφής.
Ήταν πάντα η ασφάλεια του λόγου μου, να κρύβομαι πίσω από τις δικτυώσεις που
μπορούσε να δημιουργήσει μια σχετικώς σκοτεινή δήλωση. σχετικώς γιατί αλλιώς κινδυνεύεις
απομακρυνθείς καθ'όλον από τη λειτουργία της γλώσσας ως τέχνη σημαντικής.
Εκ τούτου μάλλον δεν μου αρέσουν τα μανιφέστα.
Ή σχεδόν. Πώς να εκδύεσαι συνεχώς του ενδύματος που ράβεις με τρόμο;
πάμε πάλι.
Κοινή ζωή, με έρωτα, συμπάσχοντας μοιραζόμενοι. Με πίστη, με κατανόηση.
Τί άλλο να ζητήσεις;


Ας ξύσω λίγο το κεφάλι μήπως κατεβάσει τίποτε άλλο από αερολογίες.
Ανυπομονώ: για μια ζωή που κάποτε πίστεψα ότι υπάρχει.
Εκεί μέσα καλλιέργησα κάθε είδους συμβάσεις ώστε να απωθηθεί
στο μη υπαρκτό. Δεν θα μίλαγα αν δεν γνώριζα ότι αυτή είναι η δεύτερη παιδική
ασθένεια που θρέφει η εικονική πραγματικότητα. Και αυτή εδώ
η άπειρη ασυνέχεια του δικτύου
υποθάλπει μονάχα την απομόνωση από...δεν τολμώ να θέσω τον τοπικό
προσδιορισμό.Ας είμαστε ειλικρινείς, τουλάχιστον, όσο γίνεται.Όχι προς αυτομαστίγωση,
προς επιμόρφωση. Σε μας μονάχα λογοδοτούμε.

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Απορρίματα

Σώμα κλειστό
          και δέρμα περίκλειστο
η άνοιξη μου ήταν πάντα ακανθώδης


Γίνεται να διψάσεις το όμοιο
ες άπειρο;
                Τ' όμοιο με χρόνια μπαλώματα και φτερά
με τσιρότα.
Το (μόνο) που μπορώ να σκεφτώ: μια
πηχτή σε φύκια ακτή, βραχώδη
κι εμείς αχόρταγα τ' αλάτι να μαζεύουμε
απ' τις πράσινες γούρνες.
              Πράσινο.
Είμαι της σιωπής η αγέμιστη χωματερή
        και των σκιερών ανήφορων αλάθητος -άτης
Τι κι αν προφήτεψες; Εγώ, κουφός. Μέσα στις χούφτες τώρα
θα βυθίζουμε τις μουσούδες-
αλμύρα πράσινη, απ'αλάτι κι από ιδρώτα.
Θυμάμαι σε τμήματα κι ιδίωμα μου 
η αχαριστία. 
Ο καιρός μας μίσησε-σήκωσε κύμα-
Και για αυτό ακόμα θα θελα να σε κακίσω. Μα
δεν βγαίνεις ποτέ από μέσα. Αγάπη. Έλαβα. Ουκ.
        Της σιωπής ο ακάματος σκουπιδότοπος,εγώ.
Λήθαργο επιθυμώντας ωστέ, εγώ,
[μονάχα]απ'τους ανθρώπους να θυμάμαι/
μονάχα 
τους ανθρώπους.

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

ετρόμαξα θ'

ξύπνησα ευθυτενής ακριβώς ως αρμόζει
άρχων των τετριμμένων.
έπειτα από εκείνη τη θ-[...]
μαλακός.συνωμότης εν τη απάτη


μια φορά φυγάς για πάντα.κι αν το σκότος εσχίσθη
ενώπιον μου το θ-
το θ-
ως ίζημα πια μια λυπογόνος κύστη.

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

όμορφη πόλη

τα μάτια στερέψαν κι η ψυχή μας ερήμωσε
κι ήταν αυτό μονάχα που πόνεσε
ότι καθόλου δεν βρήκε ο πόνος χώρο


ως και τα χέρια ξεράθηκαν-γκρίζα κλαδιά
γκρίζα σαν ζώνες διάβασης.ο δρόμος που
διαβήκαμε διακεκομμένος, εκατέρωθεν


δηλαδή προσπελάσιμος! ποια βαθύτης 
μου λες και ποιο ρήγμα;ποιες ρίζες 
και ποιο σωτήριο αίνιγμα;! αχνοφέγγουμε


και δεν είναι πια 
ο φόβος μου άλλος παρά
τα μάτια που ερήμωσαν κι ψυχή,μας,
που στέρεψε.

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

χάικου για το φθινόπωρο

μην το τσάι στρα-
γγίξεις!άσε το υπό-
λοιπο δικό του

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

η..

Η συνειδητοποίηση είναι μια πολύ αργή διαδικασία/
καμιά σχέση με έκλαμψη-όλα τα άλλα είναι προφάσεις των πιστών.
τώρα που έπιασε η μέρα να νυχτώνει
φοράς πιο εύκολα τις λέξεις που σκαλώνουν στον ουρανίσκο.


Απέναντί σου εκείνο που ήθελες και καλειδοσκοπικά όλοι βλέπουν το δικό τους.


Ο ΠΟΙΗΤήςο νεκροθάφτηςο Σεπτέμβρης
      σηκώνει την φούστα σου 
να σου θυμίσει ότι όσο τα βάθη απροσπέλαστα
τόσο δεμένος, εδώ.εδωδά.νάρκη. δεν το τσίμπημα
εντοπίζεις τωνκουνουπιώνε.


οι φωτιές, αχ οι φωτιές.
η πίστη σέσωκε. πώς και γιατί να είναι μια αγκαλιά το
χαμόγελο
εκείνο
    αγκαλιά λουλούδια σαν μια λέξη
απ'τα χείλη κολυμπώντας μέχρι στη γλώσσα ψηλά κι εκείνη
εκείνη
πλαταγίζοντας να την ξεβράζει ανάμεσα στα δόντια.
ο επικήδειος της  ένρινος, ρουθουνίζοντας. ο ήχος σαφώς
μ' έναν ανεπαίσθητο παρατονισμό.Α-


φού ο ουρανός απροσπέλαστος, το καλοκαίρι ανύπαρκτο.
οι φωτιές, αχ οι φωτιές.

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

ενδημικό

Πέρα από το μπουγάζι πέρα ίσως από κι το μεγάλο νησί με τη ράχη του σαν κήτος που έσπαζε
μέσα απ' το πέλαγο, εκοίταζε. 
το μάτι του πέταγε ίσα πάνω απ'
την κόψη του νησού με τα λιγοστά αγριοκάτσικα
τις καλές μέρες που ίσως έπιανε το μάτι σου την πέρα όχθη,


γέρος ήδη χρόνια πολλά πριν γεννηθώ αναρωτιόταν
μέσα σε σκόρπιες σκέψεις νοσταλγίας μιας άλλης ζωής
πριν ακόμα χνούδι μιας σκέψης ή επιθυμίας γίνω
ποιος ξέρει ποιας σύμβασης


ιχνήλατος
γεμάτος από φύκια τόσο παλιά όσο 
η επιθυμία του να διηγείται ιστορίες
να τραγουδήσει, πριν ακόμα κανείς πεθάνει
για σήκω απάνω Γιάννο μου
και μην βαριοκοιμάσαι


μιας και ο πρώτος θάνατος που θυμάσαι είναι 
αυτός της νιότης κι όχι ο άλλος που ξέχασες-
μες στη μνήμη βουτηγμένος ως τη μύτη λοιπόν
φοβήθηκε κι ούτε ξαναμπαίνει πια 
στη βάρκα
μήτε κουνάει απ΄το σπίτι παρά
καθισμένος κει δα στο κονάκι του, αναμένει την στιγμή που θα πετρώσει και θα γίνει μια και καλή, τόπος


το σπίτι πίσω να χτίζεται με τους αιώνες
παράνομο μες στα ρουμάνια από τα σκίνα
και τους ρύακες κατακόρυφους 


βρέχει ο ουρανός και βρέχεσαι,
χιονίζει, θα κρυώσεις,

σε βράχια πορφυρά απόκρημνα ορμητήρια


θα σου βραχούνε τ' άρματα
και τα χρυσά κουμπιά σου
από πάνω η βάση του ΝΑΤΟ

τότε πρόσφατη ακόμη
κι εθνική κυριαρχία δεν ήταν τίποτε άλλο
απ΄τη δυνατότητα να αγναντεύει
απ' τα πιο ψηλά το πέλαο.


κι έμοιαζε μάλλον εκείνη η σκέψη με
και τ ασημένιο το σπαθί
πού 'ναι μεσ' το θηκάρι.
τότες που έχοντας τον ρεζιλέψει ο δάσκαλος

γιατί μέσα σε απειλές μαρτύρησε στους αντάρτες το μέρος 
που υπήρχαν ζωντανά
από τότες λέω δεν θυμάται τον πόλεμο, τον φόβο 
μονάχα την ντροπή, μπροστά σε τόσα παιδιά εκείνος ο προδότης


είμαι 
σίγούρος πως εκείνο το απόγευμα με τον άστερο να φέγγει
πάνω ακριβώς απ' την πρασούδα
και τον γέρο να τον κοιτάει μια αυτόν και
μια τους καλαμαράδες που βγαίνανε στο πέλαγο σεργιάνι ασέληνο
ευχήθηκε στο έμπα του φθινοπώρου να γένει επιτέλους παππούς
και να μπορεί όλα να τα διηγηθεί από την αρχή
χωρίς κανείς να τον διακόψει.




τότε ακούγοντας την θάλασσα ν' αγριεύει τον βράχο τον δίχως άμμο
τα ψάρια να σπαρταράνε και
την φωτιά να καίει τα σκίνα
τον γέρο να τραγουδά
αυτά που έχασε φεύγοντας
απ'το βουνό φεύγοντας μαζί
κι εκείνα που πια δεν εθυμόταν
τότε γεννήθηκα κι όχι μιαν άλλη μέρα πολύ αργότερα


εγένετο παππούς
κι οι διηγήσεις ήταν πια μια δυνατότητα που θα μπορούσε
να θρέψει λίγο λίγο τους σπόρους που χάθηκαν


αφού στις σχέσεις που νοσταλγούν ο χρόνος 
ρουφιέται από τον τόπο
απλώνοντας την τέφρα του, λίγη λίγη, λυτρωτικά πάνω στο χώμα.
εδώ ρουφήχτρες μοιάζουν οι στιγμές
και ξεσαλώνουν σκιές δρόμους και κτήρια
 ώστε να σκορπίσουμε όχι
πια σαν ύλη μα 
ως σύννεφο από χρονοσταγόνες



Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

μνημόσυνο





Ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι. 
Πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. 



Λίγο πριν κοιμηθώ, άλλη μια φορά χωρίς καθόλου όνειρα, 
με σκούντηξε ο Μπλες,
το μαξιλάρι μου. Το 'χω από τότε που θυμάμαι και τι χρώμα
έχει μπορείτε να φανταστείτε όπως
και τις βρωμιές που φέρει και την πλαστικότητα
την τόσο μη εργονομική.
Με σκούντηξε


θα στο πω ξεκάθαρα και μάλλον αντίστροφα από τους
εραστές της γραφής που εκεί μόνο γεννούν
τις ονειρώξεις τους.
ντρέπομαι που δεν
μα δεν έχω τίποτα να γράψω


ούτε για τους γλάρους που κάποτε έκρωξαν
μες στο μπετό το πέταγμά τους
ούτε για το χρόνο
που ερημώνει
περιμένοντας. σ' αυτά τα βάθη,
της ανοχής με αναγνώρισα.
κι ήταν, πιστέψτε με φιλόξενα.
πρώτη φορά 


καθισμένος από μένα τον ίδιο
στο θρόνο που έχτισα χωρίς να βλέπω
είδα τα χέρια μου να πολεμούν με.
τα διαλεγμένα τα σπαρτά και 
τα καμένα σπίτια ή η έρημος
τελειώνει, το μέτρημα, ο γυρισμός, έτσι φαίνεται.
έφεραν πίσω τον πόνο, αδιάσειστο στοιχείο
ή σχεδόν
από τα βράχια τα ψηλά κι απ΄τις βαθιές τις τρύπες
έφεραν, φέραμε, έτσι φαίνεται.


ελέησον με γιατί δεν είδα
όταν ήταν καιρός κι
η τέφρα με πρόλαβε;


έφεραν, φέραμε την μνημοσύνη, περιμένοντας, ε;
κι όμως η λέαινα η σιωπή παίζει διπλό παιχνίδι
μια στο καρτέρι και μια στο κυνήγι
τις μέρες της χαράζοντας στο γραφείο
και στον τοίχο τις ώρες μου.


Μη απορρίψης με από του προσώπου σου, ακούς;
κι έχω ένα άγχος μήπως μπορέσω και δω
αν έρχεται
και στρέφω συνεχώς πίσω το κεφάλι,
τόσο που πιάστηκα, σαν λέξη ανάμεσα σε κόμματα,


-ο μπλες με σκούντηξε ξεκάθαρα,
πεθαμένο είναι το παιχνίδι.
κι άλλωστε τί είναι απαισιόδοξο παρά
το να κοιτάς κατάματα αυτό που σου
διαφεύγει. μουρμουρίζει το μαξιλάρι
για να κοιμηθώ, έφεραν, φέραμε
τον αγέρα το γλυκό τον 
δίχως όνειρα, ξέχνα
τα ερείπια ξέχνα
αυτά που φαίνονται εκείνα βλέπεις
τελειώνει το μελάνι, τελείωνε
τι έφεραν
τι φέραμε
τι έφερες στο κάτω κάτω παρά το σκεύος,
κενό που μέσα του
βαπτίστηκες
κι άλλος κανείς δεν το'δε. σχεδόν.
ας δουν τουλάχιστον αυτό. ή ας τ' ακούσουν.





κι ο μπλες κοιμήθηκε κι εγώ απόμεινα να τον
κοιτώ 
πριν τον δίχως όνειρα ύπνο. 


Ότι, ει ηθέλησας θυσίαν,έδωκα αν 
                                Ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις. 

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

δεν συνηθίζω τις παραθέσεις αλλά δεν μπόρεσα να αντισταθώ:

"έχω αυτή τη στιγμή τόσες θεμελιώδεις σκέψεις, τόσα πράγματα αληθινά μεταφυσικά να εκφράσω, που ξαφνικά κουράζομαι, και αποφασίζω να μη γράψω άλλο, ούτε να σκεφτώ άλλο, αλλά να αφήσω τον πυρετό της έκφρασης να μου φέρει ύπνο, και να χαϊδεύω με τα μάτια κλειστά, σαν να ήταν μια γάτα, όλα τα πράγματα που θα μπορούσα να είχα πει."

και εντάξει θα μου πεις ότι η αδυναμία του λόγου μπροστά στον πυρετό της συγκίνησης είναι κοινή εμπειρία.

εδώ δεν μιλάμε όμως για αυτό. το που κείται
εκτός εμπειρίας
είναι ο πυροκροτητής της έμπνευσης.
κι όμως ο πεσσόα αρνείται τη γραφή στο απόγειο της
μαγείας
γιατί καταλαβαίνει ότι έτσι θα λύσει το ξόρκι
εξορίζοντας στο χαρτί αυτό που 
τον κανει αυτό που είναι

εν τέλει η λογοτεχνία-αν θυμηθούμε και το περήφανο 
Longtemps, je me couchais de bonne heure- 
δεν είναι παρά η τέχνη του να νανουρίζεις την εν εκστάση συνείδηση
αλλιώς ο γραφεύς θα γινόταν
άλλο τι παρά 
μια φλεγόμενη
βάτος.

δεν μπορώ παρά να παρασυρθώ στην ανάγνωση
της γραφής στην
εν κοινωνία μεταφυσική 
στη στιγμή εκείνη
κατά την οποία ο άνθρωπος που σ΄αγγίζει 
εγγράφει επάνω σου
την επιθυμία του να αποχωριστεί το
σώμα του όπως ο γραφεύς επιθυμεί
να κενώνεται στο λευκό.
δεν μπορείς, φίλε, να κοιτάς το αγγιχθέν δέρμα
σαν 
μια επιφάνεια προς την αιωνιότητα.
αντίθετα 
ξανα-αγγίζοντας ξανά
και πάντα,χαϊδεύοντας
απαλά σαν μια γάτα
κοιμίζεις τον πόνο
που αφήνει
η αγκαλιά που σε αρνείται πάντα-
το κοινό τέλος του έρωτα. ναι αυτός που έγραφε έφταιξε
γιατί στοιχημάτισε στην πλευρά της ύλης.
έμεινε ξύπνιος να κοιτά
και να μην μπορεί ν'αγγίξει.



η γραφή είναι σωτηρία
γιατί είναι η πορεία προς την μνήμη
που γνωρίζει.
κι όμως μερικές φορές είναι προτιμότερο
να επιλέγεις στη σκοτεινιά της συνείδησης
τον ύπνο τον πυρετικό
τον γεμάτο υποσχέσεις για την τώρα
αιωνιότητα. εγώ που γράφω αυτές τις 
ανοησίες που αύριο δεν θα υπάρχουν
ή που εγώ θα είμαι πια ένας άλλος
γίνομαι το παιδί που επι τέλους θυμάται
και επιλέγει για τους οικέιους του
να πει ένα ονειρεμένο παραμύθι
για καληνύχτα.
με αγάπη.

                                             γράμμενο με πυρετό και με μετέωρο βήμα
π το πράγμα το πύρινο
της παγίδας και του πόνου
του προδοτικού πειρίθου
το παίγνιο  και η 
προστασία
της α-πουσίας.
πάντα.

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

εμένα ο δρόμος μου είναι αδιέξοδος.
χωρίς πλάκα.
λέγεται αγίων θεοδώρων και ξεκινά από ένα νεκροταφείο


το παράδοξο είναι πως συνεχίζει παραδίπλα.άρα δεν είναι ακριβώς αδιέξοδος
μα
   φτάνοντας στο τέρμα
πρέπει να σκεφτείς πως πέρα 
των άλλων υπάρχει κι η
όπισθεν


σημειωματικά: ο δρόμος που διαλέγεις κι ας ξεκινά από έναν κατά συνθήκη τόπο μνήμης,(που αξιωματικα δείχνει-πως-οδηγεί σε αδιέξοδο)δεν μπορεί να είναι παρά η απόδειξη της απλής ως τότε υποψίας πως η κάθε διαδρομή πρέπει να έχει τουλάχιστον ακόμη μια εναλλακτική.
συν ότι θυμόμενος ότι εκεί έθαψα κάποτε ένα φίλο 
κάθε που φτάνω κάθε μέρα μπροστά στην αδυναμία να διαλέξω 
τη φορά της στροφής του κορμού μου 
πρέπει να αναλογιστώ πως οι ταράτσες περπατιούνται,
πως οι σκάλες κατεβαίνονται με ποδήλατο 
πως παραδίπλα ο δρόμος-απαράλλαχτος-συνεχίζει για με κι ας ανηφορικός. 
πως γαρ ου!


υγ.ναι οπερί ου ο λόγος δρόμος μετουσιώνεται σε σκαλάκια.

-

του Ονόματος έκρουσα επτά/
την όγδοη εμπήκα
   πώς;
μου φάνηκε πως πάλι κανείς.


θα δεις αν θες.
εγώ ανάσκελο τον 
σκώληκα


ψιθυριστός ψιμμύθια 
στο ρυθμό του 'ακόμη
δεν ε/κου/ράσ/θης

Σάββατο 9 Απριλίου 2011

πειρίθους

Ποιος όμως ο κυρ Πειρίθους;
Ο κάποτε βασιλιάς των κάποτε Θεσσαλών-όπως υπονοεί κι ο Eriugena τα ονόματα είναι πια παραπλανητικά-που τότε λέγονταν Λάπιθες, με λίγα λόγια οι πολιτισμένοι άνθρωποι που βρίσκονταν συνεχώς σε πόλεμο με τους ζωώδεις, καίτοι ξαδέρφια τους, τους Κενταύρους(από τότε κατάγεται η μυθολογία της ανωτερότητας της Λογικής) ήταν κολλητός του Θησέα. Η φιλία τους κατ'εξοχήν μυθολογική επικυρώθηκε στη δοκιμασία του Μαραθώνα όπου οι δυο νέοι αντί να σκοτωθούν
όπως θα όριζε η αντρική τιμή στάθηκαν να αλληλοθαυμαστούν-κάτι σαν κεραυνοβόλο έρωτα.

Πιο γνωστό επεισόδιο της φιλίας τους ήταν η κοινή τους απόφαση τους, μετά τον θάνατο των γυναικών τους να παντρευτούνε 

κόρη του Δία έστω και με τη βία. 
εδώ διαβάζουμε την ειρωνεία στον τρόπο της εξουσίας=πάντα βαίως!.
Ο Θησέας λοιπόν βούτηξε την Ελένη-για τον Θεό μην εκπλήσσεστε, η Ελένη ήταν κοινό παντρολόγημα, υπάρχει και σχετικός κατάλογος των μνηστήρων της ήδη από τον Όμηρο-με την υπόσχεση ότι ο Πειρίθους θα βούταγε την Περσεφόνη-
τι ματαιοδοξία να φέρεις στη ζωή τη γυναίκα του θανάτου.
παρέκβαση: θα ήταν αγενές να μην σημείωνα την απόπειρα μετατροπής του μύθου προς όφελος μιας υγιούς ηρωικής καταγωγής του Ιδρυτή Θησέα από τους Αθηναίους: έτσι ο μυθικός ήρωας εν τέλει δεν "αρπάζει" την Έλενη, δεν προδίδει την Αριάδνη κοκ. Προφανώς οι επιλογές κάθε κοινωνίας χρήζουν θεμελίωσης στο απώτατο παρελθόν. η ιστορία συνεχώς ξαναγράφεται.
Ακολουθώντας το γνωστό σχήμα του εγκλήματος-τιμωρίας οι δυο φίλοι μας 
εγκλωβίζονται από τον Πλούτωνα στον Κάτω Κόσμο, κι όχι μόνο!
Ο μέγας βασιλιάς τους έβαλε και κάθισαν στο θρόνο της Λήθης και ξέχασαν.
Και ναι μεν για τον Θησέα ήρθε η λύτρωση-ο Ηρακλής-πασπαρτού να'ναι καλά!
(υποψιάζομαι ότι κάπου εδώ έβαλαν πάλι το χεράκι τους οι Αθηναίοι)
ο δύσμοιρος ο πειρίθους, όταν προσπάθησε ο πρώτος(;) υπερήρωας 
να τον ελευθερώσει κόντεψε να ξεθεμελιώθει όλον τον κόσμο: 
τέτοια ήταν η δύναμη που τον κρατούσε κάτω.

Τον φαντάζομαι που λέτε δεμένο πουλάκι στον κάτω κόσμο
να τιτιβίζει κάθε που η Περσεφόνη παίρνει τον ανήφορο, 
με δυο φίδια να του γλύφουν τα αυτιά. 
Κι αφού κατέβηκε σα κάτου προτού πεθάνει 
μένει αιωνίως ζωντανός 
όχι όμως αθάνατος. 
Ο πατέρας του ο Ιξίονας είχε άλλωστε παρόμοια τύχη.
Δεμένος σ'εναν πύρινο τροχό, αθάνατος στροβιλίζεται στο υπερπέραν.


Κι οι Θεσσαλοί οι χοντροκέφαλοι π'απλών' το μάτι τ'ς στον κάμπο 
και τα πόδια τ'ς συν'θίζουν στα μεγάλ' απλώματα, 
το νου τ'ς συν'χώς στου Πηνειού τις χάρες, δεν πρόκαμαν
όσο ήταν καιρός να ξαναγράψουνε το μύθο.


Αυτά λοιπόν ας είναι τα άσματα ενός δεμένου, ελάχιστα γνωστού. 
Κι αν ο Καμύς δικαίωσε στους αιώνες τον Σίσσυφο, ο Πειρίθους περιμένει ακόμα, 
δεμένος-ανίσχυρος-ελάχιστος στον ωκεανό των ξεχασμένων μύθων. Τώρα που το
ξανασκέφτομαι αυτός ο θρόνος δεν μπορεί παρά
να είναι το άβολο κάθισμα της ίδιας της Μυθολογίας
όπου την έζεψε ο Νέος Άνθρωπος να ξεχνάει Εκείνη
ωστέ και εμείς να ξεχνιόμαστε
πως τα αυτιά μας γλύφει πάντα ο Θάνατος.
Δεν μπορούσα συνεπώς παρά να βάλω τον ίσως συγγενή μου 
να τραγουδά, παράφορα, 
κάπως παράφωνα, τόσο καιρό μετά, και μ'όλα ξεχασμένα
εκτός από το πάθος του το ανύποπτο για την κόρη της γονιμότητας.


Ο θρόνος της Λήθης, το δώρο στους ζωντανούς: δεν είναι οι νεκροί που ξεχνούν ν' ανέβουν, 
μα εμείς που για να μπορέσουμε να θυμόμαστε
πρέπει να εκχερσώσουμε το άβατο της μνήμης. 
Τι απαγορευμένες επιθυμίες!

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

οικουμενικώς

Ο χαμένος άνεμος των ημερών μας, αυτός που
το ψιθυρισμά του αισθανόμαστε
ν'ανατριχιάζει το απαλό πίσω του αυτιού,
αυτός που γέρνει πάνω από τα γοτθικά μνήματα,
τα προεικονίσματα του σήμερα,*
αυτός που σηκώνει τις στάχτες της μνήμης
για να σύρει παντού το παραμύθι
πως δεν υπήρξαμε,
σέρνεται υποκύπτοντας-φαινομενικά-
στην ουρά μιας δυστοπίας
Κι όμως Αυτόν τον άνεμο αυτόν δε θα τον συναντήσεις στο Μεταξουργείο
ένα βράδυ με κρύο, ούτε στην Ομόνοια καθώς διαβάζεις 
στα στόματα στα χέρια την πρέζα
μα στην καραγεώργη σερβίας λίγο πάνω από τις επιγραφές,
στην πλατεία φιλικής εταιρίας ανάμεσα στα φώτα
να κουβαλά στον κυματισμό του τις ανάσες των
αποστερημένων της λήθης.
Αυτός ο άνεμος χάνεται γιατί είναι διαρκώς παρών.

*κάπου στο yorkshire συνάντησα το Μέγα Κωνσταντίνο να χτίζει
χαλαρή τη χείρα
μια κενή οικουμενικότητα . Παραδίπλα ο septimius sevirus βούταγε την πένα του
στο αίμα αυτών που ο προηγούμενος "δικαίωσε"
ανακαλώντας την υλικότητα της γραφής ενώ κοράκια έκραζαν προς συνοδεία
μεθυσμένων άγλλων που περιφέρονταν σε μεσαιωνικά πλακάκια
τραγουδώντας-τι θρήνος!-ποδοσφαιρικούς ύμνους. Ο θρύλος για την πτώση της Αυτοκρατορίας
άμα τη φυγεί των κορακιών ξαναγράφεται: ετούτοι οι άνθρωποι οι κλεισμένοι
στις γέφυρες τις πολύβουες της Λόνδρας, 
ετούτες οι χαμένες μεταξύ παμπ γηπέδου κρεβατιού
ψυχές θα σβήσουν όταν τα κοράκια αποφασίσουν πως ο οικείος τους τόπους δεν είναι
πια οι πόλεις(όχι γιατί είναι το φυσικό περιβάλλον)

-κάτι τέτοιο δεν ίσχυε ποτέ για τους προπομπούς του θανάτου-
αλλά γιατί
τα σώματα των ανθρώπων ήδη ολοκλήρωσαν την σήψη τους.

Κυριακή 20 Μαρτίου 2011

Μουσικός Αχινός

*Τώρα που απλώνει τα όμορφα νύχια της η άνοιξη, τα σκληρά,
είναι ευλογημένο να θυμόμαστε:πότε χιόνισε;
Θα 'ταν Τρίτη στις 9 του Μάρτη στον Άνθρωπο.
-οι σημασίες αλληθωρίζουν υ-λ-ι-κ-ό-τ-α-τ-ε-ς-
&
   η μουσική έχει τον αδέξιο ρόλο
να στέκεται ανάμεσα στο συγκλονισμό της συνείδησης και 
στη μυσταγωγία της λήθης. Αν η όσφρηση
 μας βοηθάει να ξεχνάμε κι ο λόγος μας επιβάλλει να 
θυμόμαστε, η αρμονική χάρη της ηχητικής-κι όχι ηχομιμητικής- γλώσσας, 
σαν Κολοσσός, ενώνει το πέρασματης εμπειρίας.
Για αυτό τα σώματα των ήχων εκλιπαρούν την επανάληψη,
θέλοντας να θηλάσουν στη σημασία:Η μουσική η μόνη που επανέρχεται
(ν'απαιτήσει τα δεδουλευμένα της λήθης)
αφού ο λόγος είναι διαρκώς απών 
και τα σφυρίγματα της μυρωδιάς το παρόν-που-δεν-μας-αρνήθηκε
Έτσι στη διαδοχή των ήχων μπορεί να διακρίνει κανείς όχι
όπως πιστεύουν, μια απόπειρα ερμηνείας του ρυθμού 
του σύμπαντος, το κύλισμα που ακούστηκε από το συμβάν και πέρα
αλλά! ηχείο εμείς κι εκείνο γλιστρά όπως το σαπούνι
πάνω στα 
πενταγράμματα / με μια απορία: ποιάς ανάγκης τ'αχρείαστο βάρος
                                                    τρίζουν τα λόγια μες στις μελωδίες;




εν κατακλειδι αν μπορούσα,nefeli, να ψάλλω έστω
θα 'βγαινε μόνο ένας πνιγμένος ήχος,
κάπως έτσι:
                                    


αφού κάπου εκεί μέσα-πόσο βαθιά;
με πλήρη επίγνωση βλέπω κάπως έτσι ν'αναδύονται τα λόγια μου,όλων,μέσα απ'τα κύματα:Μαύρα κι αγκαθωτά
μόνος σαλεύει
ένας αχινός
(βγαλμένος άγαρμπα)

Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

η επανάσταση του χρόνου

διαβάζοντας στις γραμμές ανάποδα τα σημεία γίνονται άξαφνα
πυγολαμπίδες!:
τα τσιγάρα δεν είναι παρά αναμμένο χαρτί
κ' αποξηραμένα φύλλα που
ευωδιάζουν, περπατώντας


παραφράζοντας λοιπόν, άλλη μια φορά: τυλιγμένος φλέγομαι
σε πτυσσόμενες φολίδες, ώστε
να εμφανίζομαι μονάχα
σε κάθε της ιστορίας (μουας) τούμπα







ή πώς ξανακαινουριώνεται ο νιόνιος

Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

απόπειρα σύνθεσης

(tbc) ...μιλάει ειλικρινά όταν παραδέχεται πως 
η ρηχή βαθύτητα είναι το εγγενές ποιητικό του τοπίο: 
εκεί τα πράγματα φαίνονται, τεθλασμένα ίσως, 
μα σε απόσταση αναπνοής. 
Ο κόσμος, απτός, είναι απολύτως προσιτός 
σε μια παρομοίωση έστω και αν αυτή 
χρειάζεται να διατρέξει, δια του επιθέτου, 
τον διανυμένο χρόνο της μνήμης. 
Αντίστοιχα για τους ανθρώπους: 
τα παιδιά είναι κυρίαρχα χάριν ακριβώς 
σ’ αυτήν την επιφανειακή βαθύτητα. 
Προς θεού δεν μιλάμε για έλλειψη νοήματος 
ακριβώς το αντίθετο: Το νόημα εδώ είναι, 
επιτέλους, ενσαρκωμένο, 
δια της χειρονομίας, του θροΐσματος, της αντανάκλασης, 
για αυτό άλλωστε προσεγγίσιμο. 
Ακόμη περισσότερο, οι χαρακτήρες των μυθιστορημάτων 
επιβιώνουν χάριν σ’ αυτήν ακριβώς 
την ηθελημένη αφέλεια η οποία επιτρέπει 
τις λαθραναγνώσεις των πράξεων τους, 
πυρηνικές μιας καταγωγής. 
Η ανάγνωση αυτού του πυρήνα είναι 
η στοιχειώδης ιδιότητα ενός 
αποκωδικοποιητή, ενός αποκρυπτογράφου, 
ενός μεταμοντέρνου μεταφραστή ιερογλυφικών.
Η οποιαδήποτε απόπειρα σύνθεσης ενός περιβλήματος 
σ’ αυτήν την φυγόκεντρη δύναμη καταλύει 
την καθαρτική δύναμη της μεταφοράς, 
δηλαδή της ποιητικής πράξης.
Ακόμα περισσότερο σβήνει εμπράκτως
την εξουσία του συγγραφέα πάνω στα φαινόμενα, 
άρα στα γραφόμενα. Μιλάμε έτσι κυρίως για μια γραφή 
απολύτως συνειδητή η οποία δημιουργεί το πλέγμα των συσχετισμών της 
δια του όλου κι όχι δια του μεμονωμένου, γινόμενη όσο μπορεί πιο πολύ συγκεκριμένη.
Κάπως παραδόξως ωστόσο σε μια εποχή που το όλον 
διαρκώς διολισθάνει ακολουθώντας τρόπο τινά το ομοούσιο 
τέκνο του, το νόημα, κι εμφανίζεται μπροστά μας 
μέσα από συνεπαγωγές την αξία των οποίων 
μπορούμε μόνο να συνεκτιμήσουμε. 
Η προσφορά εδώ λοιπόν της αφέλειας είναι
απαραίτητη μιας κι εκεί το νόημα εξόριστο 
απ' την παντοκρατορία της αιτίας 
φωτίζεται γινόμενο
Ολόγραμμα.