Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ερημικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ερημικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2018

Προσχέδιο


για ένα περίπατο στον κόσμο των σκιών



Η σύλληψη της διαδρομής προϋποθέτει την οσμή 
που φέρει τη νύχτα
η απόσταση του περιπατητή από την αδιόρατη ενέργεια:
φωσφορίζον περικάρπιο ή νίκελ 

που τρίφτηκε στ’ ακροδάχτυλα.



Τον διασκελισμό ανάμεσα σε όψεις 
που αναρτώνται fata morgana σ’ άβατους τοίχους. 
Την απορία του πως διασκέλισαν το τέλειο κενό 
και το λευκό ξεκίνησαν κυνήγι.
Την σάρκα να μας πεις, την σάρκα
γιατί την χαρίζουν στο θύμα, 

κι αποκλείουν την αστρική συστοιχία; 
Γιατί εξαντλούν βαριεστημένα μόνο το πρόσωπο 
κι αφήνουν τον νου περίοικο 
μες στις ανταύγειες;

Απαντώ: για τις σκιές το μπιτ νομίζεται άφθαρτο·
αλάθητος χτύπος στο νεροχύτη της νύχτας,
άκρων κυττάρων μελαγχολία 

απ’ το έμπλαστρο της ελάσσονος απόλαυσης. 
Όλα ανακαλούν το σημείο που απουσιάζει, 
φύλλο κρυφό ενός συντρόφου το μεσονύχτι.

Παραπέρα δεν μπορώ να σ' οδηγήσω· 

έχω ξεχάσει να ξεχωρίζω 
το ψωμί απ’ το σιτάρι, την απάνεμη γωνιά
απ’ το παρμπρίζ του λεωφορείου.
Σε μασέλες έψαξα και στης παλάμης το μούδιασμα·
ίσκιοι υμνούσαν την ανάταση
του προσφεύγοντος, ανοιχτοί
στην ακατάληπτη σειρήνα 

με δήθεν τρόμο
για το τρυπάνι που δεν στομώνει.
Όλα απορούν· 

μόνο τα βλέφαρα μου θυμούνται,
κρατώντας το ίχνος που καθρεφτίστηκες, 

μόνη ανάμεσα σε σκιές.

Φωνάζω! Να γυρίσεις πίσω το βλέμμα στον κοιταχτή σου.
Μα έχει ήδη περάσει
το συναξάρι των ίσκιων, μουρμουρίζοντας:
η σιωπή είναι χρυσός,
ανείπωτο χάδι,
σύντροφος στην αϋπνία, άηχος
μητέρα της μνήμης, διορία
ζωής
. Τι λάθος… Τιμωρία
είναι αδιαφανής,
στα σκοτάδια παραγάδι,
προσωδία που διαβάλλει, θέση πρηνής
της αλήθειας, ένα κομμάτι οψιδιανός,
ένα σχεδόν γυαλί.

Και στη γη έψαξα. Μα, τα σπαρτά 

δεν γνωρίζουν τον ίσκιο κανενός·
φυτρώνουν πάνω στις πέτρες 

κι από κάτω η μνήμη ασθενεί,
σακί μ’ άηχα κόκαλα.

Εκεί βρήκες ν’ αποκάμεις; 

Να μη φοβάσαι τα παιδιά αποτεφρώθηκαν 
στην έκρηξη στον βαθύ τον ίσκιο
μ’ ένα φιλί 
μονάχα

Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017

Cricket - Χειμερινή ώρας ζώνη



Έχει μπει Νοέμβρης κι
ένας μόνος επιζήσας του φθινοπώρου
γρύλος, σαν πέσει η νύχτα, 
γρυλίζει στον ακάλυπτο.

Η φωνή του ίσα που ξεχωρίζει
απ’ το βουητό της λεωφόρου,
τους καμικάζι στα παραδρόμια, 
τις φωνές, στις πόρτες, των γειτόνων

Μπαίνει απ' το αμόνωτο παράθυρο του μπάνιου,
η φωνή του γρύλου.
Διασχίζει διαδρόμους κι ανατριχιάζει έπιπλα,
η φωνή.
Ξεγλιστρά του βόμβου των συσκευών,
που κάθε τι ξένο το συγχρονίζει
Και κάθεται κατάκοπη στ' αφτί μου.

Τι θες; Ποια λαχτάρα σ' έσπρωξε εδώ;
Το παιδί που σ' έχασε, όχι
Aνάγκη ποια; Τα λύτρα
ούτε της σιωπής.
Μήπως ένας
αύγουστος άγρυπνος,
μια υπόσχεση σχεδόν ξεχασμένη,
ένα πρόσωπο που φοβάται να λησμονηθεί;

Δεν μπορώ να πω.
Η φωνή του γρύλου κουράστηκε. Ίσως από τις
μάχες με τις εκπομπές και τα πεσμένα φύλλα.

Κι εξάλλου
τώρα με τις καταιγίδες, σώπασε.

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

sphinxes

ή de arte venandi cum avibus

Παίρνουν με την ανατολή την θέση σου στο τρένο 
κι οργώνουν τους δρόμους
Αιωρούνται τιτιβίζοντας καθημερινά 
τον θόρυβο 
Απαντώντας για σένα σε όσα 
δεν σε αφορούν 
Εκτελώντας στην εντέλεια όλες τις ιεροτελεστίες, 
πρόβες καλά μελετημένες, 
που εντυπώνουν, με τη δύση,
μιαν αεικίνητην παρουσίαν


Κι εσύ 
ο αμίλητος κι αγέλαστος,
το τετραπέρατο τέρας των τεσσάρων στοιχείων
κρατούσες ανέπαφο το μυστικό
πως δεν ζούσες.

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

ολίγον μόνο ανεπίκαιρο



Έκθαμβος διαπίστωσα πόσο ελάχιστη είναι η από-
σταση από την χώρα των νεκρών. 
"Έχω ζωντανούς δικούς
μου κι άφησα ν α φυγουν ται" (αντιστρέφοντας τον Rilke)
Ο Ερμής,φταίει, καθόλου φτερωτός ο ίδιος, μα με λέξεις 
νομίσματα βαρκάρη, μεταμορφώσεις,
σάβανα νεκρού 
με πέρασαν στην πέρα όχθη ανεπαίσθητα κι ύστερα ως άλλος
Πειρίθους στον Κάτω κόσμο εγκλωβίστηκα.
κι ούτε που πρόκαμαν οι μοιρολογήστρες.

Κάτω κόσμος όπως Κάτω Χώρες γιατί η επιφάνεια
χαμηλοτέρα της θαλάσσης όποτε με κάθε πλημμυρίδα
την αναπνοή  κρατώ και νιώθω
ως πετονιά στο μέσο ποταμού
ως κουβάς, ναι!, σε μαγγανοπήγαδο. Κι ωσότου 
να αρθεί το καλάμι και το μαγγάνι να ηχήσει---
άμπωτη: περιπλανιέμαι με το νέρο ως το γόνυ
στην κινστέρνα, βασιλική το δίχως άλλο 
και το νερό πια ένας καθρέφτης που άπειρες φορές αντανακλά
τη Μέδουσα 
                  μα δεν είμαι ο περσέας μήτε βέβαια βασιλιάς χριστιανών. 

Ηρακλή θυμήσου!
το κοντό σκοινί της μνήμης, (όχι το άλλο το μακρύ)
Στο μεταξύ συλλαβίζω ε λ ε υ θ ε ρ ί α μα φαίνεται πως 
από άλλον έχει ήδη λυθεί
ο γρίφος και πρόλαβαν και αλλάξαν 
το συνδυασμό. Μένω λοιπόν 
σαν πετονιά στο πιο βαθύ πηγάδι να με ψαρεύει του φεγγαριού 
η άλλη όψη, η αθέατη-που τον κάτω κόσμο διαφεντεύει.
Πράσινο, που μ' έκανε πράσινο 
η σελήνη, που l amar amar ga

χωρίς κλαδιά και χωρίς άλογα
Σε καιρούς απ'
ορίας
εξ'
ορίας σε
όρος(το) μη μετακινούμενο και θαλάσσα εκλειπούσα 

Κι ωστόσο πλανημένος φωνών και σκιάς
κινώ ως εκ θαύματος μια άλλη, πιο ήπια αντ-
αρκτική να κατοικήσω.
Είναι που με ανασύρεις, ζωή, κάθε βράδυ, ημιλιπόθυμο
γυρνώντας το μαγγάνι
τραβώντας το καλάμι
κι όρθιο με στήνεις ώστε με μαχαίρι να φονεύσω τον
Αναγνώστη.


{Μα κύριε δικαστά
έγω μονάχα τη λάμα εδοκίμαζα
δεν ήξερα,τ' ορκίζομαι, πως κόβει.}



Ως εδώ, μουσικό φόντο της αφήγησης ας φανταστούμε το εξής:
Δουλειά και χαμα-
λίκι
και βρώμα κι απλυσιά
μα-ζεύτηκαν οι 
λύκοι
να μπουν στη νεκλησσιά(η)
κοι μάμαι στο χα-
λίκι
χορταίνω από βρισιά
και μ' έχει σα σκου-
λήκι 
του κόσμου η μπαμπεσιά(;)
------
που θα πάμε τι θα φάμε
-------

σσσώπα! κι ό,τι βρεις μπροστά σου (χ)ά(ψ)ε

το νου σου! μην ξεχαστείς εκεί στα ξένα που γυρίζεις:
                                 για τα (ψ)ί(χ)ουλα τους ψάξε




Κι αν πιο πριν, όλως τυχαίως, διαγνώσατε απορίες του μοντερνισμού
(και μετά;)
          αιπερ μεθερμηνεύονται ως π ως φθάσαμε ως 
                                                     εδώ σύντροφοι αν μαζί τα φάγαμε
                                                     -τα ψίχουλα-

Σας απαντά ο νεκρός αντί εμού:

-Ε, λοιπόν αρνούμαι να κατοικήσω άλλο την χώρα των/
κι αν κανείς δεμεβγάλειέξω/
θα ξεθεμε λιώσω το θρόνο της λήθης ολάκερο/
(Ηρακλή θυμήσου!)/
και την ίδια θα την περάσω από λαιμητόμο

{Ε ί π ε  ο  Ορφέας, πια, στον Άδη και λιποψύχησε}

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Ο δρομέας και ο ίσκιος του

σχεδίασμα α'

Όσο και να τρέξω ο ίσκιος μου με προλαβαίνει:

       πάνω στα πεζοδρόμια, τις γέφυρες και την καυτή αδιάφορη άσφαλτο`
ακόμα και στους περίκλειστους κήπους, άλλων ίσκιων
τα περιγράμματα διασκελίζοντας ως
  για να γλιτώσω απ' την όψη την σκιώδη
κινούμαι πάντα προσήλιος`γελάστηκα.
Εκείνος πισώπλατα ως και τον ρου του καρκίνου διάβηκε μαζί μου
για να μην βρω, χιλιάδες μίλια έπειτα,
ούτε ίχνος από με.
Να σταθώ ακίνητος πρέπει
ώστε θλιμμένος κατά πως λέει το ποίημα να τον γδυθώ,
καταμεσήμερο;
Ανώφελο: χρόνος και ίσκιος συνωμοτούν αφήνοντας εμέ ελάχιστο και
τόσο πιο ελαφρύ που μόνο πτηνός μονάχα μα
το πέταγμα αντιστέκεται στο χρόνο
όπως τα σύννεφα είναι του ήλιου ίσκιοι
Να τρέξω εν σκοτία τότε: 
                                       χρειάζομαι κάποιον, κάτι να μ'οδηγεί
κι ο ίσκιος φρόντισε να μ' αφήσει εκκωφαντικά μόνο μαζί του
κι ως γνωστό στο σκοτάδι δεν τρέχεις δίχως συντροφιά
ποτέ.

Αν κλείσω τα μάτια,εξουθενωμένος ως είμαι

κι ένα ίσως χέρι μπλεχτεί με το δικό μου, δεθεί
όπως οι δρομείς οι μη βλέποντες, και τρέξω
με βήμα ταυτόχρονο, πόδια το ίδιο δουλεμένα
ίδιοι πνεύμονες καρδιά ίδια ανάσα μία σκιά
γιατί

δεν την αντέχει ένας δρομέας τη μοναξιά



κι ούτως ούτε "σκιάς", ούτε "αϊσκιωτος" κατά την σκιαθίτικη γενεαλογία των ανθρωπίνων όντων.

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Η κλεμμένη πανσέληνος κι η πεύκη.

Κι αν δεν είχα τον φόβο να ακουστώ σαν εμπρηστής, 
μέρες που είναι, απερίφραστα θα μιλούσα
για το πως το πεύκο λάγνα κρύβει μέσα του την 
επιθυμία του να καεί.
Και παράξενο δεν είναι που η επιστήμη το επιβεβαιώνει;
Πως ναι τα κωνοφόρα εν μέρει αναζητούν την φωτιά ώστε
ως μήτρες-χειροβομβίδες οι καρποί τους να εξακοντιστούν το 
μακρύτερο. {Κι αυτό σ' αναγκάζει λίγο να δεις την φωτιά
ως πυρ-ο-βάτη και τις ξερές πευκοβελόνες
ως την κλίνη του θερμού εραστή!}. Κι ωστόσο το ξέρω καλά 
ώστε να μην εκπλήσσομαι
πως η μελέτη αντιγράφει πιστά την αίσθηση όπως
ακριβώς η ζωή την τέχνη. Γιατί τι άλλο θα μπορούσες να νιώσεις
τρέχοντας στη σκιά ξερών πεύκων με το άρωμα τους 
να σ'εξουσιάζει; Με μια οσμή δριμεία και χωρίς αιδώ.  
Βεβαίως το πεύκο,
η μάλλον η πεύκη υπό το παρόν πρίσμα,
φροντίζει καλά τον σύντροφο. Η ρητίνη που παραμονέυει να στάξει σε κάθε κλαδί,
το στρώμα των φύλλων το τόσο αφιλόξενο για κάθε άλλη μορφή ζωής,
σαν να περιμένει εκείνη μόνο, την φωτιά. 
Το δέντρο αυτό, πεύκος άλλοτε στα γραπτά μου, ως στυλός στον ορίζοντα των μελτεμιών μα
και του Αυγούστου, όριο του θέρους και της κάψας
του θανάτου.
Γιατί απ'το μήνα τον septimus κι έπειτα τα πεύκα είναι σαν να μην υπάρχουν. 
Μαρτυρούν στην ουσία πως ο Αύγουστος είναι όπως λέει 
μια τρύπα στο χρόνο
ένα σημείο μηδέν, μια γιγαντιαία απουσία, 
ένα ασπρόμαυρο φιλμ που στα καρέ του
περιοδεύουν αχαλίνωτες οι μυρωδιές και τα σχήματα πλέουν σ'όλα 
των πελάγων μήκη.
Είναι βαρύ το σκοτάδι τον Αύγουστο παρά τα δύο φεγγάρια, 
ή μάλλον εξ' αιτίας τους.
Κι η ιστορία-που κι αυτή, μη νομίσετε, την αίσθηση αντιγράφει-επιβεβαιώνει:
Μιας κι ο Οκταβιανός δεν μπορούσε να χει στ'όνομά του 
μήνα μικρότερο του Καίσαρος,
για να μην στραβώσει η ματαιοδοξία χάλασε τη διαδοχή.

Κι αν μας χαρίσε παιδικό "λάχνισμα" της μνήμης 
βουνό-κοιλάδα-βουνό βασισμένη στη γεωγραφία των δαχτύλων..
     μαζί μ' αυτό ο μήνας ετούτος ο βαρύς 
με την σιωπή του δεκαπενταύγουστου, με του θερισμού
τις μέρες τις αψείς και της αργίας
στις κορφές των που λέγεται πως 
στέκει
 ο χρόνος και μαυρίζει,
βρίσκεται κάθε τόσο-όπως και φέτο-
μ'ένα φεγγάρι ολόγιομο
κλεμμένο από
την νύχτα του Σεπτέμβρη. Ο μήνας του θανάτου-κατακτητή
διεκδίκησε μια μέρα από την φθορά και την πήρε.
Σαν να λέμε η ματαιοδοξία πάλεψε με τη θλίψη
και νίκησε. 
Ας νίκησε:
τη μελαγχολία του Σεπτέμβρη μου
για 
κανένα 
αυγουστιάτικο φεγγάρι
δεν τηνε χαλαλίζω.
Γιατί ο Οκταβιανός Αύγουστος, του χρόνου θεριστής
δεν προείδε πως έτσι ο Σεπτέμβρης θα στρογγύλευε 
γινόμενος ένα ζεστό ζεστό
κουβάρι όπου μπορούν πια ήσυχες
οι μέρες
 να μικρύνουν




Είμαι βέβαιος πως η Αλφονσίνα μια τέτοια νύχτα
βάδισε μονάχη, ντυμμένη την θάλλασσα
στην αναζήτηση μιας νέας ποίησης 

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

Απορρίματα

Σώμα κλειστό
          και δέρμα περίκλειστο
η άνοιξη μου ήταν πάντα ακανθώδης


Γίνεται να διψάσεις το όμοιο
ες άπειρο;
                Τ' όμοιο με χρόνια μπαλώματα και φτερά
με τσιρότα.
Το (μόνο) που μπορώ να σκεφτώ: μια
πηχτή σε φύκια ακτή, βραχώδη
κι εμείς αχόρταγα τ' αλάτι να μαζεύουμε
απ' τις πράσινες γούρνες.
              Πράσινο.
Είμαι της σιωπής η αγέμιστη χωματερή
        και των σκιερών ανήφορων αλάθητος -άτης
Τι κι αν προφήτεψες; Εγώ, κουφός. Μέσα στις χούφτες τώρα
θα βυθίζουμε τις μουσούδες-
αλμύρα πράσινη, απ'αλάτι κι από ιδρώτα.
Θυμάμαι σε τμήματα κι ιδίωμα μου 
η αχαριστία. 
Ο καιρός μας μίσησε-σήκωσε κύμα-
Και για αυτό ακόμα θα θελα να σε κακίσω. Μα
δεν βγαίνεις ποτέ από μέσα. Αγάπη. Έλαβα. Ουκ.
        Της σιωπής ο ακάματος σκουπιδότοπος,εγώ.
Λήθαργο επιθυμώντας ωστέ, εγώ,
[μονάχα]απ'τους ανθρώπους να θυμάμαι/
μονάχα 
τους ανθρώπους.

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

ετρόμαξα θ'

ξύπνησα ευθυτενής ακριβώς ως αρμόζει
άρχων των τετριμμένων.
έπειτα από εκείνη τη θ-[...]
μαλακός.συνωμότης εν τη απάτη


μια φορά φυγάς για πάντα.κι αν το σκότος εσχίσθη
ενώπιον μου το θ-
το θ-
ως ίζημα πια μια λυπογόνος κύστη.

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

όμορφη πόλη

τα μάτια στερέψαν κι η ψυχή μας ερήμωσε
κι ήταν αυτό μονάχα που πόνεσε
ότι καθόλου δεν βρήκε ο πόνος χώρο


ως και τα χέρια ξεράθηκαν-γκρίζα κλαδιά
γκρίζα σαν ζώνες διάβασης.ο δρόμος που
διαβήκαμε διακεκομμένος, εκατέρωθεν


δηλαδή προσπελάσιμος! ποια βαθύτης 
μου λες και ποιο ρήγμα;ποιες ρίζες 
και ποιο σωτήριο αίνιγμα;! αχνοφέγγουμε


και δεν είναι πια 
ο φόβος μου άλλος παρά
τα μάτια που ερήμωσαν κι ψυχή,μας,
που στέρεψε.