για ένα περίπατο στον κόσμο των σκιών
Η σύλληψη της διαδρομής προϋποθέτει την οσμή
που φέρει τη νύχτα
η απόσταση του περιπατητή από την αδιόρατη ενέργεια:
φωσφορίζον περικάρπιο ή νίκελ
που τρίφτηκε στ’ ακροδάχτυλα.
Τον διασκελισμό ανάμεσα σε όψεις
που αναρτώνται fata morgana σ’ άβατους τοίχους.
Την απορία του πως διασκέλισαν το τέλειο κενό
και το λευκό ξεκίνησαν κυνήγι.
Την σάρκα να μας πεις, την σάρκα
γιατί την χαρίζουν στο θύμα,
κι αποκλείουν την αστρική συστοιχία;
Γιατί εξαντλούν βαριεστημένα μόνο το πρόσωπο
κι αφήνουν τον νου περίοικο
μες στις ανταύγειες;
Απαντώ: για τις σκιές το μπιτ νομίζεται άφθαρτο·
αλάθητος χτύπος στο νεροχύτη της νύχτας,
άκρων κυττάρων μελαγχολία
απ’ το έμπλαστρο της ελάσσονος απόλαυσης.
Όλα ανακαλούν το σημείο που απουσιάζει,
φύλλο κρυφό ενός συντρόφου το μεσονύχτι.
Παραπέρα δεν μπορώ να σ' οδηγήσω·
έχω ξεχάσει να ξεχωρίζω
το ψωμί απ’ το σιτάρι, την απάνεμη γωνιά
απ’ το παρμπρίζ του λεωφορείου.
Σε μασέλες έψαξα και στης παλάμης το μούδιασμα·
ίσκιοι υμνούσαν την ανάταση
του προσφεύγοντος, ανοιχτοί
στην ακατάληπτη σειρήνα
με δήθεν τρόμο
για το τρυπάνι που δεν στομώνει.
Όλα απορούν·
μόνο τα βλέφαρα μου θυμούνται,
κρατώντας το ίχνος που καθρεφτίστηκες,
μόνη ανάμεσα σε σκιές.
Φωνάζω! Να γυρίσεις πίσω το βλέμμα στον κοιταχτή σου.
Μα έχει ήδη περάσει
το συναξάρι των ίσκιων, μουρμουρίζοντας:
η σιωπή είναι χρυσός,
ανείπωτο χάδι,
σύντροφος στην αϋπνία, άηχος
μητέρα της μνήμης, διορία
ζωής. Τι λάθος… Τιμωρία
είναι αδιαφανής,
στα σκοτάδια παραγάδι,
προσωδία που διαβάλλει, θέση πρηνής
της αλήθειας, ένα κομμάτι οψιδιανός,
ένα σχεδόν γυαλί.
Και στη γη έψαξα. Μα, τα σπαρτά
δεν γνωρίζουν τον ίσκιο κανενός·
φυτρώνουν πάνω στις πέτρες
κι από κάτω η μνήμη ασθενεί,
σακί μ’ άηχα κόκαλα.
Εκεί βρήκες ν’ αποκάμεις;
Να μη φοβάσαι τα παιδιά αποτεφρώθηκαν
στην έκρηξη στον βαθύ τον ίσκιο
μ’ ένα φιλί μονάχα
που αναρτώνται fata morgana σ’ άβατους τοίχους.
Την απορία του πως διασκέλισαν το τέλειο κενό
και το λευκό ξεκίνησαν κυνήγι.
Την σάρκα να μας πεις, την σάρκα
γιατί την χαρίζουν στο θύμα,
κι αποκλείουν την αστρική συστοιχία;
Γιατί εξαντλούν βαριεστημένα μόνο το πρόσωπο
κι αφήνουν τον νου περίοικο
μες στις ανταύγειες;
Απαντώ: για τις σκιές το μπιτ νομίζεται άφθαρτο·
αλάθητος χτύπος στο νεροχύτη της νύχτας,
άκρων κυττάρων μελαγχολία
απ’ το έμπλαστρο της ελάσσονος απόλαυσης.
Όλα ανακαλούν το σημείο που απουσιάζει,
φύλλο κρυφό ενός συντρόφου το μεσονύχτι.
Παραπέρα δεν μπορώ να σ' οδηγήσω·
έχω ξεχάσει να ξεχωρίζω
το ψωμί απ’ το σιτάρι, την απάνεμη γωνιά
απ’ το παρμπρίζ του λεωφορείου.
Σε μασέλες έψαξα και στης παλάμης το μούδιασμα·
ίσκιοι υμνούσαν την ανάταση
του προσφεύγοντος, ανοιχτοί
στην ακατάληπτη σειρήνα
με δήθεν τρόμο
για το τρυπάνι που δεν στομώνει.
Όλα απορούν·
μόνο τα βλέφαρα μου θυμούνται,
κρατώντας το ίχνος που καθρεφτίστηκες,
μόνη ανάμεσα σε σκιές.
Φωνάζω! Να γυρίσεις πίσω το βλέμμα στον κοιταχτή σου.
Μα έχει ήδη περάσει
το συναξάρι των ίσκιων, μουρμουρίζοντας:
η σιωπή είναι χρυσός,
ανείπωτο χάδι,
σύντροφος στην αϋπνία, άηχος
μητέρα της μνήμης, διορία
ζωής. Τι λάθος… Τιμωρία
είναι αδιαφανής,
στα σκοτάδια παραγάδι,
προσωδία που διαβάλλει, θέση πρηνής
της αλήθειας, ένα κομμάτι οψιδιανός,
ένα σχεδόν γυαλί.
Και στη γη έψαξα. Μα, τα σπαρτά
δεν γνωρίζουν τον ίσκιο κανενός·
φυτρώνουν πάνω στις πέτρες
κι από κάτω η μνήμη ασθενεί,
σακί μ’ άηχα κόκαλα.
Εκεί βρήκες ν’ αποκάμεις;
Να μη φοβάσαι τα παιδιά αποτεφρώθηκαν
στην έκρηξη στον βαθύ τον ίσκιο
μ’ ένα φιλί μονάχα