Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Ανήμερα την επομένη

Των λόγων τους τόπους άφησα/και τις πύλες του νου/
σκοτεινόοος ανάμεσα στα ψηλά χόρτα/περιεπάτησα πολύ/
γεμάτος πνέμα απ' άχυρο/στις πατημασίες του ύπνου/
κρύβοντας το αίμα στο χιόνι/και στα χέρια στις γραμμές των
σκοπών χαμένων της νιότης. Της παρουσίας. 

\εργάζομαι ώρες και ώρες,μικρές και μεγάλες/

κάποιος θα είχε πει "δασκαλεμμένος κυρίως απ' όνειρο γι' αυτό
τόσο ανίκανος". Δεν έμαθα τίποτα απ' έξω;μπα-
Αχα, μπλεγμένος, Ναι, πολύ.

/κουράζομαι μέρες και νύχτες να ξεχειλώνω αυτά που φτιάχνω κι εσύ
ο έρωτας μου αυτό που
με νίκησε!/ξήλωνε δέρμα μου αδούλευτο
ξήλωνε τρίχωμα μου αχρείαστο.
σιγανά σιγανά στο ικρίωμα των ήχων.

Αγάπη μου 
σ'αυτό που παραδόθηκα νωρίς, ώστε να γίνου ο αόριστος ενεστώς. 
-στις λίμνες της πόλης,βλέπε αντικατοπτρισμοί
-στις λεωφόρους γκρι των ματιών σου, άκουε τιτιβίσματα των εκλειπόντων
Κι όμως γύρω μου όλοι να φλέγονται.κάθετος.
παγόβουνο.     
                  έγραψα-έφταιξα           είχε μιαν κάθετο τομή στο μέτωπο μόνο όταν γελούσε ή/και
τραγουδούσε. αρχοντορεμπέτικα στον κάμπο, νύχτα.
γελούσε συχνά όμως. και φευ τραγουδούσε συχνότερα ώστε η τομή αδύνατον εκτός εποπτείας.
θα μπορούσε να είναι, θα μπορούσα να ήταν δηλαδή, μα έμεινε μονάχα μια τομή
ένα βράδυ πιώμα και μια αργία πρωί.
Τι κρίμα μια τομή!κι εμείς τόσο βυθισμένοι στο εμείς. 
Ποια αφήγηση, ποια εμφύλιος ρήξη;Ακροβατώ στην 
                                         ασυνέχεια 

{μολοταύτα όλα αυτά μου θύμισαν πως το κείμενο δεν είναι παρά μια τομή επιφάνειας
κατ' αρχήν αόρατη, και πως πάντα ο πόνος, οδοκαθαριστής εν κρυπτώ, προηγείται.}

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Άτιτλο

Αργάζοντας πάνω στις όψεις των φύλλων
έτσι όπως πέφτουν ανάμεσα στις πλάκες των δρόμων
που δεν ασφαλστρώθηκαν, με τις λιγοστές γυναίκες
αβέβαιες και τους άντρες θνητούς.

Στο ξύλο στο παγωμένο μέταλλο καθισμένος
τόσο κοντά στην πνοή της, τόσο μακριά από κάθε
άλλη συναλλαγή για να μπορώ ν' ανασύρω
οποτεδήποτε τα πεπραγμένα όλων τους

με βρήκε. Έφερε ένα κομμάτι χαρτί
μια φορά γραμμένο κι όχι δυο.Σταθήκαμε
στα χαλίκια και διάβασα την:
η μνήμη μου η ζωή μου
οι ώρες που δεν υπάρχετε
ο χρόνος μου να ζω
ο χώρος που ερήμην σας μου αφήνετε
ο τόπος μου να ζω
οι ανάσες που δεν αναπνέυσατε
ο τρόπος μου να ζω

Τι να της πω; Κατάλαβα πως λίγο αν την πλησίαζα
θα πέθαινε ακαριαία. 

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Το υφαντό της απέναντι όχθης

Ποιος είδε μάτια άσπιλα και δέρμα αργασμένο
που στ' άγγιγμά του να ριγά στην ανάσα του να καίει
και πάνω στο θερμαγκάλιασμα να πέφτει να σπαράζει;

Κι αν είδες άντρα να μιλά για το δικό του πάθος
δίχως ντροπή να ξαγρυπνά και να θρηνεί τη μέρα
είν' τούτο π' αγαπά εκείνο που δεν θα χει

Τα μάτια του ενός είναι μισόκλειστα/ορθάνοιχτα του άλλου
κι ο πρώτος άσπρισε ήδη στο άλλο χνούδιασμα.
Τα χείλη, τα δάκτυλα όλα στην πρώτη νιότη
την τόσο ξέγνοιαστη την τόσο αδιάφορη, την αιχμηρή
σαν βέλος που δεν αφήνει να ξεχνάς
πως τούτο το υφαντό είναι στην πέρα όχθη.