Παρασκευή 20 Μαΐου 2011

δεν συνηθίζω τις παραθέσεις αλλά δεν μπόρεσα να αντισταθώ:

"έχω αυτή τη στιγμή τόσες θεμελιώδεις σκέψεις, τόσα πράγματα αληθινά μεταφυσικά να εκφράσω, που ξαφνικά κουράζομαι, και αποφασίζω να μη γράψω άλλο, ούτε να σκεφτώ άλλο, αλλά να αφήσω τον πυρετό της έκφρασης να μου φέρει ύπνο, και να χαϊδεύω με τα μάτια κλειστά, σαν να ήταν μια γάτα, όλα τα πράγματα που θα μπορούσα να είχα πει."

και εντάξει θα μου πεις ότι η αδυναμία του λόγου μπροστά στον πυρετό της συγκίνησης είναι κοινή εμπειρία.

εδώ δεν μιλάμε όμως για αυτό. το που κείται
εκτός εμπειρίας
είναι ο πυροκροτητής της έμπνευσης.
κι όμως ο πεσσόα αρνείται τη γραφή στο απόγειο της
μαγείας
γιατί καταλαβαίνει ότι έτσι θα λύσει το ξόρκι
εξορίζοντας στο χαρτί αυτό που 
τον κανει αυτό που είναι

εν τέλει η λογοτεχνία-αν θυμηθούμε και το περήφανο 
Longtemps, je me couchais de bonne heure- 
δεν είναι παρά η τέχνη του να νανουρίζεις την εν εκστάση συνείδηση
αλλιώς ο γραφεύς θα γινόταν
άλλο τι παρά 
μια φλεγόμενη
βάτος.

δεν μπορώ παρά να παρασυρθώ στην ανάγνωση
της γραφής στην
εν κοινωνία μεταφυσική 
στη στιγμή εκείνη
κατά την οποία ο άνθρωπος που σ΄αγγίζει 
εγγράφει επάνω σου
την επιθυμία του να αποχωριστεί το
σώμα του όπως ο γραφεύς επιθυμεί
να κενώνεται στο λευκό.
δεν μπορείς, φίλε, να κοιτάς το αγγιχθέν δέρμα
σαν 
μια επιφάνεια προς την αιωνιότητα.
αντίθετα 
ξανα-αγγίζοντας ξανά
και πάντα,χαϊδεύοντας
απαλά σαν μια γάτα
κοιμίζεις τον πόνο
που αφήνει
η αγκαλιά που σε αρνείται πάντα-
το κοινό τέλος του έρωτα. ναι αυτός που έγραφε έφταιξε
γιατί στοιχημάτισε στην πλευρά της ύλης.
έμεινε ξύπνιος να κοιτά
και να μην μπορεί ν'αγγίξει.



η γραφή είναι σωτηρία
γιατί είναι η πορεία προς την μνήμη
που γνωρίζει.
κι όμως μερικές φορές είναι προτιμότερο
να επιλέγεις στη σκοτεινιά της συνείδησης
τον ύπνο τον πυρετικό
τον γεμάτο υποσχέσεις για την τώρα
αιωνιότητα. εγώ που γράφω αυτές τις 
ανοησίες που αύριο δεν θα υπάρχουν
ή που εγώ θα είμαι πια ένας άλλος
γίνομαι το παιδί που επι τέλους θυμάται
και επιλέγει για τους οικέιους του
να πει ένα ονειρεμένο παραμύθι
για καληνύχτα.
με αγάπη.

                                             γράμμενο με πυρετό και με μετέωρο βήμα
π το πράγμα το πύρινο
της παγίδας και του πόνου
του προδοτικού πειρίθου
το παίγνιο  και η 
προστασία
της α-πουσίας.
πάντα.

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

εμένα ο δρόμος μου είναι αδιέξοδος.
χωρίς πλάκα.
λέγεται αγίων θεοδώρων και ξεκινά από ένα νεκροταφείο


το παράδοξο είναι πως συνεχίζει παραδίπλα.άρα δεν είναι ακριβώς αδιέξοδος
μα
   φτάνοντας στο τέρμα
πρέπει να σκεφτείς πως πέρα 
των άλλων υπάρχει κι η
όπισθεν


σημειωματικά: ο δρόμος που διαλέγεις κι ας ξεκινά από έναν κατά συνθήκη τόπο μνήμης,(που αξιωματικα δείχνει-πως-οδηγεί σε αδιέξοδο)δεν μπορεί να είναι παρά η απόδειξη της απλής ως τότε υποψίας πως η κάθε διαδρομή πρέπει να έχει τουλάχιστον ακόμη μια εναλλακτική.
συν ότι θυμόμενος ότι εκεί έθαψα κάποτε ένα φίλο 
κάθε που φτάνω κάθε μέρα μπροστά στην αδυναμία να διαλέξω 
τη φορά της στροφής του κορμού μου 
πρέπει να αναλογιστώ πως οι ταράτσες περπατιούνται,
πως οι σκάλες κατεβαίνονται με ποδήλατο 
πως παραδίπλα ο δρόμος-απαράλλαχτος-συνεχίζει για με κι ας ανηφορικός. 
πως γαρ ου!


υγ.ναι οπερί ου ο λόγος δρόμος μετουσιώνεται σε σκαλάκια.

-

του Ονόματος έκρουσα επτά/
την όγδοη εμπήκα
   πώς;
μου φάνηκε πως πάλι κανείς.


θα δεις αν θες.
εγώ ανάσκελο τον 
σκώληκα


ψιθυριστός ψιμμύθια 
στο ρυθμό του 'ακόμη
δεν ε/κου/ράσ/θης