Έχει μπει Νοέμβρης κι
ένας μόνος επιζήσας του φθινοπώρου
γρύλος, σαν πέσει η νύχτα,
γρύλος, σαν πέσει η νύχτα,
γρυλίζει στον ακάλυπτο.
Η φωνή του ίσα που ξεχωρίζει
απ’ το βουητό της λεωφόρου,
τους καμικάζι στα παραδρόμια,
τις φωνές, στις πόρτες, των γειτόνων
Μπαίνει απ' το αμόνωτο παράθυρο του μπάνιου,
η φωνή του γρύλου.
Διασχίζει διαδρόμους κι ανατριχιάζει έπιπλα,
η φωνή.
Ξεγλιστρά του βόμβου των συσκευών,
που κάθε τι ξένο το συγχρονίζει
Και κάθεται κατάκοπη στ' αφτί μου.
η φωνή του γρύλου.
Διασχίζει διαδρόμους κι ανατριχιάζει έπιπλα,
η φωνή.
Ξεγλιστρά του βόμβου των συσκευών,
που κάθε τι ξένο το συγχρονίζει
Τι θες; Ποια λαχτάρα σ' έσπρωξε εδώ;
Το παιδί που σ' έχασε, όχι
Το παιδί που σ' έχασε, όχι
Aνάγκη ποια; Τα λύτρα
ούτε της σιωπής.
ούτε της σιωπής.
Μήπως ένας
αύγουστος άγρυπνος,
αύγουστος άγρυπνος,
μια υπόσχεση σχεδόν ξεχασμένη,
ένα πρόσωπο που φοβάται να λησμονηθεί;
Δεν μπορώ να πω.
Η φωνή του γρύλου κουράστηκε. Ίσως από τις
μάχες με τις εκπομπές και τα πεσμένα φύλλα.
μάχες με τις εκπομπές και τα πεσμένα φύλλα.
Κι εξάλλου
τώρα με τις καταιγίδες, σώπασε.
1 σχόλιο:
αγαπώ! αν και πονάει, λίγο.
Δημοσίευση σχολίου