Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

μνημόσυνο





Ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι. 
Πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. 



Λίγο πριν κοιμηθώ, άλλη μια φορά χωρίς καθόλου όνειρα, 
με σκούντηξε ο Μπλες,
το μαξιλάρι μου. Το 'χω από τότε που θυμάμαι και τι χρώμα
έχει μπορείτε να φανταστείτε όπως
και τις βρωμιές που φέρει και την πλαστικότητα
την τόσο μη εργονομική.
Με σκούντηξε


θα στο πω ξεκάθαρα και μάλλον αντίστροφα από τους
εραστές της γραφής που εκεί μόνο γεννούν
τις ονειρώξεις τους.
ντρέπομαι που δεν
μα δεν έχω τίποτα να γράψω


ούτε για τους γλάρους που κάποτε έκρωξαν
μες στο μπετό το πέταγμά τους
ούτε για το χρόνο
που ερημώνει
περιμένοντας. σ' αυτά τα βάθη,
της ανοχής με αναγνώρισα.
κι ήταν, πιστέψτε με φιλόξενα.
πρώτη φορά 


καθισμένος από μένα τον ίδιο
στο θρόνο που έχτισα χωρίς να βλέπω
είδα τα χέρια μου να πολεμούν με.
τα διαλεγμένα τα σπαρτά και 
τα καμένα σπίτια ή η έρημος
τελειώνει, το μέτρημα, ο γυρισμός, έτσι φαίνεται.
έφεραν πίσω τον πόνο, αδιάσειστο στοιχείο
ή σχεδόν
από τα βράχια τα ψηλά κι απ΄τις βαθιές τις τρύπες
έφεραν, φέραμε, έτσι φαίνεται.


ελέησον με γιατί δεν είδα
όταν ήταν καιρός κι
η τέφρα με πρόλαβε;


έφεραν, φέραμε την μνημοσύνη, περιμένοντας, ε;
κι όμως η λέαινα η σιωπή παίζει διπλό παιχνίδι
μια στο καρτέρι και μια στο κυνήγι
τις μέρες της χαράζοντας στο γραφείο
και στον τοίχο τις ώρες μου.


Μη απορρίψης με από του προσώπου σου, ακούς;
κι έχω ένα άγχος μήπως μπορέσω και δω
αν έρχεται
και στρέφω συνεχώς πίσω το κεφάλι,
τόσο που πιάστηκα, σαν λέξη ανάμεσα σε κόμματα,


-ο μπλες με σκούντηξε ξεκάθαρα,
πεθαμένο είναι το παιχνίδι.
κι άλλωστε τί είναι απαισιόδοξο παρά
το να κοιτάς κατάματα αυτό που σου
διαφεύγει. μουρμουρίζει το μαξιλάρι
για να κοιμηθώ, έφεραν, φέραμε
τον αγέρα το γλυκό τον 
δίχως όνειρα, ξέχνα
τα ερείπια ξέχνα
αυτά που φαίνονται εκείνα βλέπεις
τελειώνει το μελάνι, τελείωνε
τι έφεραν
τι φέραμε
τι έφερες στο κάτω κάτω παρά το σκεύος,
κενό που μέσα του
βαπτίστηκες
κι άλλος κανείς δεν το'δε. σχεδόν.
ας δουν τουλάχιστον αυτό. ή ας τ' ακούσουν.





κι ο μπλες κοιμήθηκε κι εγώ απόμεινα να τον
κοιτώ 
πριν τον δίχως όνειρα ύπνο. 


Ότι, ει ηθέλησας θυσίαν,έδωκα αν 
                                Ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις. 

6 σχόλια:

Eriugena είπε...

Με ξενύχτησες φίλε, αφού γοητεύτηκα απο το κειμενό σου το πολυστρωματικό. Το έβαλα κάτω λοιπόν και το έκανα μαξιλαράκι, να το ερμηνεύσω, αλλά αυτο αντιστεκονταν και μου θύμιζε την υφή των πραγμάτων της μνήμης και της σιωπής, μέσα στα ίδια τα αγαπημένα πράγματα που δεν είναι πράγματα..άσε τα, να μιλάνε για μας με τον σεβασμό που υπηρετείς με σεβασμό..με λίγα λόγια, αφησα πάλι τη θεωρία με τη βοήθειά σου και αφέθηκα στον διάλογο της αλληλοδιείσδυσης των "επιπέδων" της οριακής ζωής, αυτής μεταξύ της σιωπής και του Λόγου, της μέρας και της νύχτας...δεν θα αναλύσω λοιπόν, αν και θα ήθελα μερικά σημεία να τα "ερμηνεύσω" όπως μου πάνε κελαρυστά, άρα νομίζω σωστά..να το κάνω;

Ηώς είπε...

Εξαιρετικό κείμενο... μου θυμίζει το μυθιστόρημα του Τολστόι "Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς". Ευχαριστούμε πολύ!!

llachar είπε...

Σας ευχαριστώ, άλλη μια φορά.
eriugena, αναμένω, έχεις άλλωστε δημιουργήσει παράδοση.
(διάβασα και το κείμενό σου για τον μπέκετ, εξαιρετικό)

ηω, εγώ ευχαριστώ που λύνεις τα δεσμά της επικοινωνίας!
ελπίζω να βρω χρόνο να διαβάσω τον τολστόι και να απαντήσω επί της ουσίας

Utopia είπε...

Ευχαριστούμε για τους ήχους και τα χρώματα.
πιάστηκαν πάλι οι λέξεις.
ή σχεδόν.

Να΄σαι καλά.

σ΄αυτά τα βάθη τα φιλόξενα
να δραπετεύεις.

llachar είπε...

u,δεν έχω λόγια.

θητεύω στο μπλογκ σου!

Eriugena είπε...

Η εμπειρία μου τις τελευταίες μέρες μου λέει πως έχεις δίκιο..ας σωπάσουμε λοιπόν ή ας σιωπήσουμε..δια του Λόγου ένας γέρων πλέον βαδίζει στην λήθη της σιωπής και ανακαλύπτει την κυριολεξία της..θα σου μιλήσω αργότερα για αυτήν την κυριολεξία!