5am και
τσύφι τσύφι τσιφ
κοτσυφάκο μες στις σκονισμένες φυλλωσιές αόρατο,
σιμά στα 20hz, σε νιώθω να προϋπαντείς τη μέρα.
Σε νιώθω ναι, μα δεν σ' ακούω
γιατί μια τέτοια χαραυγή
κοτσύφι ποιητάκο,
που κάποτε οι άνθρωποι ίσως τεντωνόντουσαν
για ν' ακούσουν τον ήλιο να θρύβεται
τώρα κάνει τόσο θόρυβο που χάνονται
κι οι εκρήξεις ακόμη του σύμπαντος.
Κι είσαι εσύ που μόνος ξέμεινες
ανάμεσα στους κήπους των περιχώρων
και δεν είσαι παρά ο ψίθυρος
ενώ-όλοι-ακόμη-κοιμούνται.
(Ναι, τα κοτσύφια σ' αφήνουν να κοιμηθείς
πλέκοντας το υφαντό της μέρας που περιμένει εσένα να ξυπνήσεις)
Κι αν της αστικής πανίδας σχεδόν ανήκεις
δεν είσαι σαν τα ρυπαρά περιστέρια
-γνωστά πια και ως πτερωτοί μύες αστικοί-
ούτε σαν τις ψωροπερήφανες δεκαο-
χτούρες με τα δαχτυλίδια χωμένα στο λαιμό.
Τσύφι τσύφι τσιφ
να μην το πάρεις πάνω σου!
Πίσω απ' τους σιδηρούς φράχτες που στέκεσαι
και υποτονθορύζεις, (εκ του θορ-θορ)
μην λησμονείς πως απ' την όποια ομορφιά
μόνο θάρρος παίρνουν οι γενναίοι και προχωρούν
-τίποτε άλλο-.
Κοίτα λοιπόν κότσυφα,
μην ξεχαστείς μες στις τριανταφυλλιές
και τ' αγκάθια κι άλλο
πυκνώσουν.
Αφού είσαι-και δίχως να το ξέρεις-
ό,τι απέμεινε απ' τον
δεκαπεντα-
σύλλαβο
ό,τι από την σιωπή
διεσώθη
πρέπει στις στράτες να βρεθείς στις στέγες να πετάξεις
στην άσφαλτο να σκορπιστείς (ή ίσως να μην πρέπει καθόλου)
Ή ίσως όπως τα ξαδέρφια σου στεκόντουσαν παλιά
να κλάψουνε τα παλληκάρια
-την είδηση φέρνοντας και την παρηγοριά μαζί-
έτσι και συ να μείνεις πρέπει σ'αυτόν τον κόσμο που
μόλις κρατιέται απ' την παρουσία
ξεχασμένος ανάμεσα
σε συνθήματα τοίχων από μπετό κι από bit,
σε στενωπούς απορριμάτων
κι αυτήν την αβάσταχτη επανάληψη του οκταώρου.
Να μείνεις εδώ, πάντα σιμά στα 20 hz
ώστε, προνομιούχος της σιγής,
τον θάνατο να συλλαβίζεις.
Κι αν πάλι δεν:
τότε μέλαν σώμα
σαν σε σφάξω και σε φάω
θα 'ναι σαν τον θάνατο όλον να έχω καταπιεί.
Τότε σχεδόν-πορφυρό ράμφος
σαν ραμφίσεις ως εξορύξεως τους οφθαλμούς μου
θα 'ναι σαν από έρωτα να έχω τυφλωθεί.
Ακόμη κι έτσι ξέρω να πω
τσύφι τσύφι τσιφ
κοτσυφάκο μες στις σκονισμένες φυλλωσιές αόρατο,
σιμά στα 20hz, σε νιώθω να προϋπαντείς τη μέρα.
Σε νιώθω ναι, μα δεν σ' ακούω
γιατί μια τέτοια χαραυγή
κοτσύφι ποιητάκο,
που κάποτε οι άνθρωποι ίσως τεντωνόντουσαν
για ν' ακούσουν τον ήλιο να θρύβεται
τώρα κάνει τόσο θόρυβο που χάνονται
κι οι εκρήξεις ακόμη του σύμπαντος.
Κι είσαι εσύ που μόνος ξέμεινες
ανάμεσα στους κήπους των περιχώρων
και δεν είσαι παρά ο ψίθυρος
ενώ-όλοι-ακόμη-κοιμούνται.
(Ναι, τα κοτσύφια σ' αφήνουν να κοιμηθείς
πλέκοντας το υφαντό της μέρας που περιμένει εσένα να ξυπνήσεις)
Κι αν της αστικής πανίδας σχεδόν ανήκεις
δεν είσαι σαν τα ρυπαρά περιστέρια
-γνωστά πια και ως πτερωτοί μύες αστικοί-
ούτε σαν τις ψωροπερήφανες δεκαο-
χτούρες με τα δαχτυλίδια χωμένα στο λαιμό.
Τσύφι τσύφι τσιφ
να μην το πάρεις πάνω σου!
Πίσω απ' τους σιδηρούς φράχτες που στέκεσαι
και υποτονθορύζεις, (εκ του θορ-θορ)
μην λησμονείς πως απ' την όποια ομορφιά
μόνο θάρρος παίρνουν οι γενναίοι και προχωρούν
-τίποτε άλλο-.
Κοίτα λοιπόν κότσυφα,
μην ξεχαστείς μες στις τριανταφυλλιές
και τ' αγκάθια κι άλλο
πυκνώσουν.
Αφού είσαι-και δίχως να το ξέρεις-
ό,τι απέμεινε απ' τον
δεκαπεντα-
σύλλαβο
ό,τι από την σιωπή
διεσώθη
πρέπει στις στράτες να βρεθείς στις στέγες να πετάξεις
στην άσφαλτο να σκορπιστείς (ή ίσως να μην πρέπει καθόλου)
Ή ίσως όπως τα ξαδέρφια σου στεκόντουσαν παλιά
να κλάψουνε τα παλληκάρια
-την είδηση φέρνοντας και την παρηγοριά μαζί-
έτσι και συ να μείνεις πρέπει σ'αυτόν τον κόσμο που
μόλις κρατιέται απ' την παρουσία
ξεχασμένος ανάμεσα
σε συνθήματα τοίχων από μπετό κι από bit,
σε στενωπούς απορριμάτων
κι αυτήν την αβάσταχτη επανάληψη του οκταώρου.
Να μείνεις εδώ, πάντα σιμά στα 20 hz
ώστε, προνομιούχος της σιγής,
τον θάνατο να συλλαβίζεις.
Κι αν πάλι δεν:
τότε μέλαν σώμα
σαν σε σφάξω και σε φάω
θα 'ναι σαν τον θάνατο όλον να έχω καταπιεί.
Τότε σχεδόν-πορφυρό ράμφος
σαν ραμφίσεις ως εξορύξεως τους οφθαλμούς μου
θα 'ναι σαν από έρωτα να έχω τυφλωθεί.
Ακόμη κι έτσι ξέρω να πω
καθώς καθ
μερινά στο δρόμο βρίσκω
πτηνά ισοπεδωμένα απ' την απροσεξία
πως αυτό που
τελευταίο επιβιώνει από τη σήψη
το πτήνωμα είναι.
Καλό δρόμο κι αντάμωση αλλού.
πτηνά ισοπεδωμένα απ' την απροσεξία
πως αυτό που
τελευταίο επιβιώνει από τη σήψη
το πτήνωμα είναι.
Καλό δρόμο κι αντάμωση αλλού.
5 σχόλια:
το τσιφ
γιατι με γιωτα;
Πώς θα σε έπειθα ποτέ να σχολιάσεις;
ως μια γενικότερη παρατήρηση φίλε μου... νιώθω τις ανάσες της παράδοσης ανάμεσα στις στροφές και στους στίχους σου... και σε άλλες γραφές σου... το θεωρώ πολύ ενδιαφέρον με τον απόλύτως δικό σου τρόπο όπως ενοφθαλίζεις το αεί με το όντως... να'σαι καλά!
σεβαστη η μυστικοπαθεια
αλλα και το κομματι
που εγραψες γαμαει
Αστειευόμουν-ήταν ένα ηχητικό παιχνίδι, προς μίμηση τιτιβίσματος, τίποτε άλλο.
Ευχαριστώ για τα λόγια σου!
Νημερτή ανακουφίζομαι που το πρόσεξες.
Δεν ξέρω βέβαια αν είναι τρόπος προσέγγισης του αεί ή αυτού-που-κάποτε-ήταν.
Αυτό που ξέρω είναι πως βρίσκομαι σίγουρα ακόμη στο στάδιο της αποδόμησης: Αναρωτιέμαι φωναχτά αν υπάρχει τίποτε θαμμένο που να μπορεί και να αξίζει να διασωθεί.
Δημοσίευση σχολίου