Ήταν το έτος χίλια τετρακόσια ενενήντα δυο
που ο Χριστόφορος Κολόμβος με πλοία τρία
(το ένα το λέγαν Σάντα Μαρία)
από ένα λάθος υπολογισμό, μιαν αστοχία
ένα νησί στον ορίζοντα ξεκρίνει
που οι ντόπιοι το λέγαν Guanahani.
Και ίδια τρίαινα τα τρία πλοία
στου ορίζοντα το σώμα ο Χριστό-
φορος τα μπήγει και τον φονεύει.
Κι είναι το έτος το αυτό που φίλησε ο Boabdil
του βασιλιά τα χέρια. Κι εσήμανε της Reconquista τέλος.
Περιέργο δεν ήταν που ο Χριστόφορος
ήταν και σ' αυτό παρών, πρόσωπο ένα πράξεις δυο:
φόνος κι υποταγή. Των conquistadores η εποχή.
Και ωσάν τι έπεται να ξέρει, πριν χαθεί
στων βουνών τα περάσματα ο Boabdil
γύρισε, κοίταξε τη Γρανάδα κι αναστέναξε.
Καλπάζει από τότε η Ανθρωπότητα ασταμάτητα
κι εμείς-σχεδόν αδιάφορα-ρίχνουμε τα κορμιά μας
για να περάσει από πάνω.
β.
Είναι το έτος χίλια τετρακόσια ενενήντα δυο
που εύλογα λογίζεται της Αναγέννησης των Ισπανών η απαρχή.
Κι είναι αλήθεια αιών χρυσούς:
Χρυσοφόρα του Κορτές τα δόλια άλογα
κι ο Ελ Γκρέκο με τον Οργκάθ να διαπρέπει
και με τον Κιχώτη του ο Θερβάντες
(λες του Ορίζοντα το σώμα πως ο ίδιος ο Οργκάθ σημαίνει
και πως την απουσία Του αντιμάχεται ο Δον;)
Μα θα της έπρεπε κάλλιο όνομα άλλο
όπως ας πούμε Μεταθάνατος ή Νεκροζώντανη
αφού ακήδευτος έτι ο νεκρός τελεί
στ' αμπάρια της Σάντα Μαρία ή αλλού
τόσο που να χει το σώμα του βλαστήσει
κάθε λογής -ισμούς και καλπασμούς
για να χουν οι αιώνες να θρέφονται.
Τον έψαξε, ναι, τάχα ανυποψίαστη η Ανθρωπότητα.
Άνθρωποι στάλθηκαν και σε βυθούς, και σε κορυφές
και στο φεγγάρι ακόμη. Μα πουθενά.
Σαν απ' τη λευκή τη φάλαινα, τον Moby Dick,
(το φάντασμα άραγε του ορίζοντα;)
όλοι τους να φαγωθήκαν.
γ.
Έτσι οι έρευνες απέβησαν εις μάτην.
Ύστατο εγχείρημα (και λίγο σαν αστείο)
ετούτος ο ιστός εδώ (και όχι πια ιστίο)
ένας ορίζοντας νέος, από παντού ανοιχτός
είναι άραγε νεκρός ή μήπως
ζει ακόμη απλά αλλιώς
βρυκόλακας ή αδελφός;
Είναι καιρός το πέπλο αυτό κάποιος να το σηκώσει
και να κοιτάξει το πρόσωπο το ακήδευτο
και κατάματα του βλέμματος την απουσία.
Μα μήπως κι εγώ, στ' ακρακάγκελο γερμένος
το βλέμμα μου τη Σαλαμίνα ν' ατενίζει που αργοδύει
(καταπώς σε ιστιοφόρο που σε νησί σιμώνει)
μιλώντας σου για ταξίδια που ξέρουμε πως δεν θα γίνουν
μήπως κι εγώ τον ορίζοντα
δεν τον φονεύω;
υγ: εδώ η προσπάθεια του Μάρκες να αφηγηθεί
πως ο νεκρός επιστρέφει για να σου μάθει
πως να ζεις. Μήνυμα από την θάλασσα.
2 σχόλια:
Συνεπαρμένος
Και κατόπιν εορτής
Σου αποτίω ταπεινό φόρο τιμής:
Του Οργκάθ ακήδευτος ο θρύλος
Με νεύσεις της γραφής ποιητικές
Στου χρονικού ορίζοντα το χείλος
Μαζί με τους Θερβάντες και Μαρκές
Καλπάζουνε φονεύοντας τους μύθους
Με χαλινό την πένα σου, Πειρίθους
(κατανοώ απόλυτα πώς δύναται να σ’ ενοχλεί το αυθόρμητο και αφελές παιχνίδισμά μου
και να ‘ναι αταίριαστο αισθητικά και νοηματικά με τη γραφή σου,
οπότε... θα χαρώ αν το φονεύσεις – μη διστάσεις
…να ‘σαι καλά)
Να φονεύσω ένα συνοδοιπόρο στην σκληρή αναμέτρηση με τους μύθους;
Χαίρομαι που ένιωσες την ανάγκη να κρατηθώ από τους μύθους, να τους περάσω χαλινάρι-αν και νομίζω πως προς το παρόν ηττώμαι κατά κράτος.
Να γράφεις και πιο συχνά στο μπλογκ σου!
Δημοσίευση σχολίου