μου που πας;
Γύρνα πίσω!
έτσι αναφώνησε ο κολυμβητής ανοικτής θαλάσσης όταν
στην ύστατη πνοή είδε τον εαυτό του να προπορεύεται
στην καταβύθιση στην άβυσσο.
Οι λοιποί θαλασσινοί άλλωστε αφηγούνται ακόμα
πως μονάχα μία έχει ευχή
που κάθε τρεις χεριές
στο κύμα ψιθυρίζει:
"η άβυσσος που κολυμπώ κάμε βυθό να έχει"
Κι ωστόσο κολυμπά!ως να χαθεί απ' τα μάτια του η στεριά-
εξ'άλλου είναι γνωστό, η αγάπη ευδοκιμεί μετά τον θάνατο.
Είναι όμως έτσι; Άλλες μαρτυρίες λένε πως εν τέλει ο
πόρφυρας δεν ήταν άλλο από την απομάκρυνση της στεριάς
από την πλήρη ας την πούμε έτσι, ενσωμάτωση στο πέλαγο,
εκεί που το μάτι περιγράφεται απ' το πολύ γαλάζιο.
Έχοντας λοιπόν τόσο ταξιδέψει μέσα στο άγνωστο
και το από πάντα α-φιλόξενο(κάτι σαν τα πρώτα μακροβούτια
στον πλακούντα)παίρνει το μέγα τρόμο
τότες που χάνονται οι λαγοί κι ηχούν οι κουκουβάγιες
κι εκείνη σ' όνειρο βαθύ πέφτει κι αναστενάζει
Κολυμπιστή!σαν σε πρώτο όνειρο σε βλέπω
να σχίζεις με χέρι δυνατό που κούραση δεν νιώθει
βάθος δεν είναι αμέτρητο το βάθος του πελάγου
κύμα δεν είναι αψηλό να σε γλυκοκοιμήσει
Μόν' η στεριά είν' μακριά και πήρε να βραδιάζει
κι ας ήσουν συ που έφυγες{...}
Γυμνό κορμί, χέρια βαριά
μάτια που σφάλισαν και χείλη της αρμύρας
Πήρε να βυθίζεται στέρεα και ανέλπιδα.κι ήταν ο
πόνος του ολάνθιστος.
Μα 'κείνη η ρημάδα η ψυχή πάντα προπορευόταν:
Ψυχή που μου 'φυγες, αν ακούς γύρνα και κοίτα
{μήπως και στήλη άλατος γενώ και ενωθώ μια και καλή...}
ένα τέρας που θέλει να λέγεται
άνθρωπος.
Γύρνα πίσω!
έτσι αναφώνησε ο κολυμβητής ανοικτής θαλάσσης όταν
στην ύστατη πνοή είδε τον εαυτό του να προπορεύεται
στην καταβύθιση στην άβυσσο.
Οι λοιποί θαλασσινοί άλλωστε αφηγούνται ακόμα
πως μονάχα μία έχει ευχή
που κάθε τρεις χεριές
στο κύμα ψιθυρίζει:
"η άβυσσος που κολυμπώ κάμε βυθό να έχει"
Κι ωστόσο κολυμπά!ως να χαθεί απ' τα μάτια του η στεριά-
εξ'άλλου είναι γνωστό, η αγάπη ευδοκιμεί μετά τον θάνατο.
Είναι όμως έτσι; Άλλες μαρτυρίες λένε πως εν τέλει ο
πόρφυρας δεν ήταν άλλο από την απομάκρυνση της στεριάς
από την πλήρη ας την πούμε έτσι, ενσωμάτωση στο πέλαγο,
εκεί που το μάτι περιγράφεται απ' το πολύ γαλάζιο.
Έχοντας λοιπόν τόσο ταξιδέψει μέσα στο άγνωστο
και το από πάντα α-φιλόξενο(κάτι σαν τα πρώτα μακροβούτια
στον πλακούντα)παίρνει το μέγα τρόμο
τότες που χάνονται οι λαγοί κι ηχούν οι κουκουβάγιες
κι εκείνη σ' όνειρο βαθύ πέφτει κι αναστενάζει
Κολυμπιστή!σαν σε πρώτο όνειρο σε βλέπω
να σχίζεις με χέρι δυνατό που κούραση δεν νιώθει
βάθος δεν είναι αμέτρητο το βάθος του πελάγου
κύμα δεν είναι αψηλό να σε γλυκοκοιμήσει
Μόν' η στεριά είν' μακριά και πήρε να βραδιάζει
κι ας ήσουν συ που έφυγες{...}
Γυμνό κορμί, χέρια βαριά
μάτια που σφάλισαν και χείλη της αρμύρας
Πήρε να βυθίζεται στέρεα και ανέλπιδα.κι ήταν ο
πόνος του ολάνθιστος.
Μα 'κείνη η ρημάδα η ψυχή πάντα προπορευόταν:
Ψυχή που μου 'φυγες, αν ακούς γύρνα και κοίτα
{μήπως και στήλη άλατος γενώ και ενωθώ μια και καλή...}
ένα τέρας που θέλει να λέγεται
άνθρωπος.